Ιστορικα Κειμενα

 

 

Η επανάσταση του 1821



γράφει ο Θωμάς Χριστιάς

Η  έκρηξη της ελληνικής επανάστασης του 1821  λογίζεται από πολλούς ως μια εθνική επανάσταση ενός έθνους που επί τέσσερις σχεδόν αιώνες υπέφερε κάτω από τον τούρκικο ζυγό. Ωστόσο, μπορούμε σ΄ αυτή την επανάσταση να δώσουμε καθολικές διαστάσεις ή πως δικαιολογείται ιστορικά, μια ορισμένη χρονική στιγμή και καθ΄ολοκληρία να σημάνει το τέλος μιας εποχής και την αρχή μιας άλλης;
Κατ’ αντιστοιχία και ιστορικά, σε επαναστάσεις εθνικές άλλων λαών και δή των επίσης υπόδουλων βαλκανικών λαών, δεν υπήρχαν άλλες φωνές πέρα από την ανεξαρτησία ή ενδιάμεσες φωνές μεταξύ ελευθερίας και  σεβασμού στο σουλτάνο, όπως περιορισμένη ή αυξημένη αυτονομία;
Από τις εφημερίδες της εποχής  που τυπώνονταν στην Ελλάδα, μέσω των οποίων διαδίδονταν τα νέα της επανάστασης, μαθαίνουμε  ότι «ο βυζαντινός στόλος με αναρίθμητα πλοία περιεκύκλωσε τη νήσο των Ψαρών» και  « ο βυζαντινός στόλος ευρίσκευτο εις τα Κάστρα ενωμένος με εκείνον όστις είχεν εκπλεύσει προ καιρού από Κωνσταντινουπόλεως…».( εφημερίδες: Ο Φίλος του Νόμου και Γενική Εφημερίς της Ελλάδος»). Οι Οθωμανοί,  όπως διαφαίνεται από τα παραπάνω αποσπάσματα, παρουσιάζονταν ως συνεχιστές του Βυζαντίου.
Και αν οι  εφημερίδες της εποχής ήταν θετικά διακείμενες έναντι των επαναστατημένων Ελλήνων κατά «των Βυζαντινών», δεν ήταν το ίδιο φιλικά διακείμενος ο Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, ο οποίος αφόρισε- « μετά θάνατον άλυτος»- τον Υψηλάντη και τους οπαδούς της επανάστασης επειδή «επεχείρησαν έργο μιαρόν…θέλοντες να διαταράξωσιν την άνεσιν  των ομογενών μας». Όσο και αν η επίσημη θέση της εκκλησίας είναι  ότι ο Πατριάρχης εξέδωσε αυτή την ανακοίνωση για να προστατεύσει το ποίμνιο του, θέση που από πολλούς ελέγχεται, δεν παύει να είναι μια εχθρική για την επανάσταση θέση – που σε καμία περίπτωση βέβαια δε διαγράφει το έργο της εκκλησίας στη διαφύλαξη του ελληνισμού- όπως εχθρική ήταν και η στάση κάποιων Φαναριωτών και προεστών, των διορισμένων, δηλαδή, από το Σουλτάνο.
Και αν αφήσουμε στην άκρη την ηγεσία του ελληνισμού, πολιτική και θρησκευτική, οι απλοί πολίτες, πόσο σίγουροι μπορούμε να είμαστε ότι όλοι μαζί το 1821 με μια φωνή επαναστάτησαν, θέλοντας να βάλουν ένα τέλος στο πολιτικό μόρφωμα που γνώρισαν αυτοί και οι πρόγονοι τους, αυτό της αυτοκρατορίας, έναντι του νέου πολιτικού μορφώματος, του έθνους κράτους; Και αν για τους φωτισμένους και τους ταξιδεμένους στην εμποτισμένη με τις ιδέες του Διαφωτισμού και της γαλλικής επανάστασης Δύσης το ερώτημα είναι ρητορικό, τι γίνεται με τη ραχοκοκαλιά της επανάστασης, τους εξαθλιωμένους αγρότες, που μαζί με την απέχθεια για το ληστρικό στα στερνά του Οθωμανικό σύστημα είχαν και το φόβο της αλλαγής αλλά και της εναντίωσης στον  αφοριστικό λόγο της Εκκλησίας; Ο απλός και αμόρφωτος λαός πως μπορεί το 1821 και μόνο τότε να επαναστάτησε μαζικά, μηδενός εξαιρουμένου; Και αυτό το τελευταίο δεν έχει να κάνει, σε αυτό τον προβληματισμό, με αυτούς που ηθελημένα συνεργάστηκαν με τις τούρκικες αρχές στην κατάπνιξη της ελληνικής επανάστασης, κρούσματα προδοτικής συμπεριφοράς που πλήθαιναν  όσο πλησιάζαμε στην Πόλη,  όπου ο έλεγχος της σουλτανικής εξουσίας ήταν ασφυκτικός και ο φόβος για αντίποινα των φανατικών μουσουλμάνων ορατός.     Ακόμα, όμως, και αν θεωρήσουμε πως, ίσως, να είναι υπερβολή η μαζική επανάσταση, σίγουρα ο απλός λαός, αγρότες και ναύτες, ήταν η κοινωνική τάξη που είχε υποστεί τη σκληρότερη μεταχείριση από τους Οθωμανούς και ενίοτε τους χριστιανούς τοπικούς άρχοντες και  σίγουρα είχε το κίνητρο για μια καλύτερη μέσω της επανάστασης ζωή.


Εθνοαποδόμηση και ισοπεδωτική απαξίωση (συμβολή στον εορτασμό της 25 Μαρτίου)





γράφει ο Κυριάκος Κατσιμάνης  Επίκ. Καθηγητής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών


ΕΘΝΟΑΠΟΔΟΜΗΣΗ ΚΑΙ ΙΣΟΠΕΔΩΤΙΚΗ ΑΠΑΞΙΩΣΗ

Συμβολή στον εορτασμό της 25ης Μαρτίου

________________________________________

Στο εργοτάξιο της εθνοαποδόμησης οι «συνωστισμένοι» εκφραστές του ιστοριογραφικού αναθεωρητισμού βρίσκουν απροσδόκητα πολλούς και ενθουσιώδεις συμμάχους από τις τάξεις των «φονταμενταλιστών» της Ορθοδοξίας και όλοι μαζί –παρά τις όποιες μεταξύ τους διαφορές– επιδίδονται με αγαστή σύμπνοια στο θεάρεστο έργο τους. Στα κείμενά τους είναι διάχυτη η πεποίθηση ότι η ελληνικότητα των σημερινών Ελλήνων, αποκομμένη από τις βυζαντινές ρίζες της και πρωταρχές της, δηλαδή από τη ρωμαϊκότητα/ρωμιοσύνη: α) είναι προϊόν του ρομαντισμού, της βαυαροκρατίας και της «μεταπρατικής» κοραϊκής μετακένωσης και β) δεν αποτέλεσε την αβίαστη έκφραση μιας υπαρκτής συλλογικής συνείδησης, όπως θα ήταν φυσικό, αλλά επιβλήθηκε «άνωθεν», άρα δεν είναι αυθεντική αλλά «φαντασιακή». Και ο παράγοντας που την επέβαλε ήταν το «ελλαδικό κρατίδιο», δηλαδή το κακέκτυπο του δυτικού έθνους-κράτους, ενός δημιουργήματος των τελευταίων δυο-τριών αιώνων. — Ορισμένοι μάλιστα προχωρούν πολύ περισσότερο: διαχρονική πηγή δεινών και μόνιμο όνειδος για την ελληνικότητα είναι «το ελλαδικό» ή, καλύτερα, «το ελληνώνυμο» εθνικό κρατίδιο, αυτό το πολιτειακό έκτρωμα, που αποτελεί ενσάρκωση και ιστορική πραγμάτωση του απόλυτου κακού. Και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε το 1833 να σηματοδοτεί ουσιαστικά την αρχή του τέλους του ελληνισμού – ενός τέλους που θα συντελεστεί με παρατεταμένο, βασανιστικό και ταπεινωτικό ψυχορράγημα…

Μελετώντας τις τελευταίες αυτές θέσεις, που υποστηρίζονται από κάποιες εμβληματικές μορφές της σύγχρονης διανόησης τις οποίες πάντοτε σεβόμαστε και τιμούμε, καταλαμβανόμαστε από τέτοιο πανικό, ώστε αισθανόμαστε την ανάγκη να τρέξουμε να χωθούμε στη στοργική αγκαλιά της μητέρας Τουρκίας (της «καλής» Τουρκίας, της ισλαμο-Ερντογανικής, όχι της Κεμαλικής!), που έχει ήδη ανοίξει και μας περιμένει ανυπόμονα. Άλλωστε, μια επίμονη και χειμαρρώδης ιδεοληπτική ρητορεία μάς έχει ήδη προετοιμάσει για την απονενοημένη αυτή ενέργεια. Μήπως δε ζούσαμε μια χαρά ως Τούρκοι υπήκοοι; (Αυτή άλλωστε την ιδέα είχαν επιχειρήσει να μας περάσουν πρόπερσι και εκείνες οι αλήστου μνήμης εκπομπές του ΣΚΑΪ για το 1821) (1). Μήπως επί τουρκοκρατίας οι Έλληνες δεν ταξίδευαν «από θέσεως ισχύος» σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης; Μήπως οι «καραβοκυραίοι» μας δεν όργωναν τότε τις θάλασσες και δε συσσώρευαν χρυσάφι στα θησαυροφυλάκιά τους; Μήπως η Κοινότητα, αυτή η ιδιότυπη αλλά ιστορικά καταξιωμένη εκδοχή οικονομικο-κοινωνικής οργάνωσης, δεν ευνοούσε την άνθηση αυθεντικών μορφών λαϊκού πολιτισμού; Μήπως ως Κωνσταντινουπολίτες ή Μικρασιάτες δεν ήμαστε κοινωνοί κάποιων «απορροών» της πάλαι ποτέ «βυζαντινής αρχοντιάς», τις οποίες μας στέρησε η ελλαδική «επαρχιωτίλα»;

Εδώ πλέον ο ιδεοληπτικός νεοφαναριωτισμός δίνει τα ρέστα του! Τι και αν ο Λουκάς Νοταράς είχε νιώσει κυριολεκτικά «στο πετσί του» πόσο βαρύ, τελικά, ήταν το τίμημα εκείνου του «κρειττότερόν έστιν», με το οποίο δήλωνε ότι προτιμούσε τους Τούρκους από τους Λατίνους;… Ο Αθανάσιος ο Πάριος είχε κατά βάση δίκιο: η δουλεία στους Τούρκους ήταν θέλημα Θεού και εγγύηση της δογματικής καθαρότητάς μας ως ορθοδόξων. Κατά τα άλλα, η επανάσταση του 1821 δεν έπρεπε να γίνει, ήταν ένα ιστορικό λάθος. Και αν δεν το λέμε expressis verbis, το αφήνουμε πάντως να εννοηθεί ξεκάθαρα, ακόμη και σε ομιλίες μας την ημέρα της εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου! Τα σχετικά πειστήρια υπάρχουν και είναι στη διάθεση του καθενός (2).

 

Στις θέσεις αυτές δεν μπορεί, βέβαια, να αρνηθεί κανείς το τεκμήριο των καλών προθέσεων. Επιπλέον, δεν μπορεί να τους αμφισβητήσει το ελαφρυντικό ότι διατυπώνονται υπό το κράτος βαθιάς απογοήτευσης και δικαιολογημένης αγανάκτησης, όπως θα δούμε και στη συνέχεια. Εξάλλου, θα ήταν ασυγχώρητη εθελοτυφλία να αρνηθεί κανείς την ύπαρξη εγγενών στρεβλώσεων, από τις οποίες σημαδεύτηκε η ίδρυση και η λειτουργία του ελληνικού κράτους. Ταυτόχρονα, όμως, μας είναι αδύνατον να δεχτούμε τη βίαιη και ισοπεδωτική απαξίωση των αγώνων και των θυσιών ενός ιστορικού έθνους με σκοπό να αποκτήσει «στον ήλιο μοίρα». Επιπλέον, τίποτα δε μας εμποδίζει να εντοπίσουμε τις ιστορικές αστοχίες, οι οποίες υπάρχουν κατά τη γνώμη μας όχι μόνο στις παραπάνω θέσεις αλλά και στην ευρύτερη επιχειρηματολογία των εθνοαποδομητών. Τέλος –και αυτό είναι το πιο σημαντικό– τίποτα δε μας αφαιρεί το δικαίωμα να επισημάνουμε τη σύγχυση και την αποθάρρυνση που προκαλούνται εξαιτίας όλων αυτών στους νέους μας την ώρα που χρειάζονται τόνωση του ηθικού τους, ώστε να σταθούν όρθιοι στην κοσμοχαλασιά της μεγάλης εθνικής κρίσης. Ας επιχειρήσουμε, λοιπόν, να δούμε από κοντά τις παραπάνω ιστορικές αστοχίες:

1. Όχι, δεν είναι αλήθεια ότι η συνείδηση ελληνικότητας διαμορφώθηκε τάχα εκ των υστέρων, μέσω του κοραϊσμού, του ευρωπαϊκού ρομαντισμού και της βαυαροκρατίας. — Η αλήθεια είναι ότι οι εν λόγω παράγοντες μπορεί να συνέβαλαν στην ανάδειξη και τον προσανατολισμό της συνείδησης αυτής, αλλά με κανέναν τρόπο δεν τη δημιούργησαν εκ του μηδενός, γιατί, απλούστατα, ήταν κάτι που προϋπήρχε. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι αρκετούς αιώνες πριν από το 146 π.Χ., οπότε υποτάχτηκαν στους Ρωμαίους, οι Έλληνες είχαν ήδη ενιαία πολιτιστική συνείδηση και σαφή επίγνωση των ισχυρών δεσμών που σφυρηλατούσαν την εσωτερική τους ενότητα διαφοροποιώντας τους έτσι από τους άλλους λαούς (3). Και καθ’ όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, είτε ως Γραικοί είτε ως Ρωμιοί είτε ως Έλληνες, διατήρησαν ζωντανή, ακοίμητη και άσβηστη την εθνική τους συνείδηση (4). Από την αρχαιότητα ως σήμερα, η διαχρονική ελληνική συνείδηση κυλάει σαν ένα υπόγειο ρεύμα ιστορικών αναμνήσεων, ιδεών, πεποιθήσεων, παραδοχών, αξιών, ηθών και εθίμων, που με όχημα τη γλώσσα μεταδίδονται στη διαδρομή των αιώνων από γενιά σε γενιά. «Αµιγές αντί του αίµατος», γράφει ο Νικόλαος Πολίτης, «διετηρήθη εν τη γλώσση,τωβίωκαιτωχαρακτήριτουλαούτοελληνικόνπνεύµαδι’ αδιασπάστουαλύσεωςπαραδόσεων,ηςέναπροςένατους κρίκους ανευρίσκοµενεντοιςδιαφόροιςσταδίοιςκαιταιςπεριπετείαιςτης ελληνικήςεθνότητος» (5).

2. Όχι, δεν είναι αλήθεια ότι τάχα η εθνική συνείδηση των Ελλήνων διαμορφώθηκε τεχνητά, μετά την ίδρυση του «ελληνώνυμου κρατιδίου». — Η αλήθεια είναι ότι ανάλογες πρωθύστερες κατασκευές ίσχυσαν ιστορικά μόνο σε χώρες που εποικίστηκαν από μετανάστες, όπως οι ΗΠΑ, ή σε κράτη που προέκυψαν από το γεωγραφικό κατακερματισμό, στον οποίο υποβλήθηκαν τεράστιες εκτάσεις ολόκληρων ηπείρων (λ.χ. της Αφρικής) μετά την απαλλαγή τους από τα αποικιοκρατικά καθεστώτα˙ οπότε η εκ των υστέρων εμφύτευση εθνικής συνείδησης ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβίωση των νεόκοπων εκείνων κρατικών μορφωμάτων. Τι σχέση μπορεί να έχουν αυτά όλα με τον ελληνισμό που, όταν ξεσηκώθηκε για την ελευθερία του, έσερνε πίσω του πολύ περισσότερα από δυόμιση χιλιάδες χρόνια πολιτιστικού βίου; 

3. Όχι, δεν είναι αλήθεια ότι η παραπάνω πρωθύστερη διαδικασία ίσχυσε τάχα και για τους Έλληνες. — Η αλήθεια είναι ότι για τους Έλληνες η διαδικασία υπήρξε τελείως διαφορετική και για του λόγου το ασφαλές παραθέτω τρία, μόνο, χαρακτηριστικά παραδείγματα, που τοποθετούνται χρονικά μετά το ορόσημο του 1453: α) Όταν ο Αντώνιος Έπαρχος (1498-1563) γράφει στον ανθρωπιστή Μελάγχθωνα: «Όθεν ουκ εξ απόπτου μοι γίνεται θεάσασθαι το πατρώον έδαφος αδακρυτί, Ελλάδα την ποτέ κλεινήν ζυγόν δουλείας ακλεώς υποφέρουσαν», διατρανώνει την εθνική του συνείδηση και ταυτόχρονα διεκτραγωδεί τα δεινά της δουλείας. β) Όταν αρκετές δεκαετίες νωρίτερα ο Μιχαήλ Αποστόλης (1422-1480), που είχε ζήσει την τραγωδία της Άλωσης, γράφει στο Φρειδερίκο τον Γ΄ τα εξής: «Απόδος το πανταχού γης διεσπαρμένον γένος ημών τη πατρίδι, το πάλαι ποτέ υψηλότατον και σοφώτατον, νυν δ’ εξουθενημένον και ταπεινότατον», του ζητάει στην ουσία να βοηθήσει τον ελληνισμό στην απόκτηση ελεύθερης (ή μάλλον απελευθερωμένης) πατρίδας, δηλαδή δικής του κρατικής οντότητας˙ και μάλιστα θεμελιώνει το αίτημά του στη ριζική αντίθεση ανάμεσα στο προγονικό κλέος των υποδούλων και στην αποκαρδιωτική παρακμή τους, επί των ημερών του. Και γ) όταν ο Σίμων Πόρκιος (17. αιώνας) εκλιπαρεί τον καρδινάλιο Ρισελιέ να συμβάλει, ώστε η άλλοτε φημισμένη για τις πολιτιστικές επιδόσεις της Ελλάδα να επιστρέψει στην «παλαιάν της λαμπρότητα και ελευθερίαν», αποβλέπει και αυτός στην ίδρυση ελληνικού κράτους, στο οποίο οι Έλληνες, ένας λαός με ένδοξο παρελθόν, θα οργανώσουν τον εθνικό τους βίο απαλλαγμένοι από εξουσιαστές και δυνάστες (6). Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις και σε πάμπολλες άλλες που δεν είναι του παρόντος να αναφερθούν η συνείδηση ελληνικότητας χρονικά προηγείται και λειτουργεί ως γενεσιουργός παράγοντας, ενώ τα όνειρα και τα διαβήματα για την ελευθερία, δηλαδή για τη συγκρότηση εθνικού κράτους, χρονικά έπονται και είναι το αποτέλεσμά της. Όσο για τον Κοραή, το ρομαντισμό, τους Βαυαρούς και, βέβαια, το εθνικό ελληνικό κράτος ως ιστορική πραγμάτωση, θα χρειαστούν… μερικοί αιώνες αναμονής για να εμφανιστούν!

4. Όχι, δεν είναι αλήθεια ότι τάχα διέπραξαν ιστορικό σφάλμα οι πρόγονοί μας που επαναστάτησαν, αγωνίστηκαν, «μάτωσαν» και θυσιάστηκαν στον υπέρ όλων αγώνα του 1821, προκειμένου να αποκτήσουμε ως έθνος τη δική μας πατρίδα (και ακουμπώντας σ’ αυτήν να τους ασκούμε σήμερα κριτική εκ του ασφαλούς…). – Η αλήθεια είναι ότι δε διαπράχθηκε κανένα ιστορικό σφάλμα! Η ελευθερία για τον Έλληνα ήταν όνειρο προαιώνιο, που όμως δεν επρόκειτο να πραγματωθεί ποτέ χωρίς τη συγκρότηση εθνικού κράτους. Για το λόγο ακριβώς αυτό οι πρόγονοί μας είναι και θα παραμείνουν στην ιστορική μνήμη και την εθνική συνείδηση των Πανελλήνων φωτεινά πρότυπα ηρωισμού και αυταπάρνησης και αιώνιοι αποδέκτες της απέραντης ευγνωμοσύνης μας. Καλό θα ήταν να μη μας διαφεύγουν κάποιες πικρές αλήθειες: το να παραμένεις εθελόδουλος υποτελής ενός ξένου κράτους, και μάλιστα απολυταρχικού, το καλύτερο που μπορεί να σου εξασφαλίσει είναι η απλή βιολογική επιβίωσή σου, εφόσον, βέβαια, υπηρετείς απαρέγκλιτα τα συμφέροντα του δυνάστη, υπομένεις αγόγγυστα τις αυθαιρεσίες του και στέργεις μοιρολατρικά στην αφομοίωσή σου απεμπολώντας σταδιακά την εθνική σου ιδιαιτερότητα — κάτι που σε βάθος χρόνου μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει στην οριστική εξαφάνισή σου ως εθνότητας. Αυτά ας τα έχουν υπόψη τους όσοι χαρακτηρίζουν ιστορικό λάθος την Επανάσταση του 1821!…

5. Όχι, δεν είναι αλήθεια ότι τάχα εμείς οι Έλληνες, επειδή δεν είχαμε ποτέ «την κουλτούρα» του εθνικού κράτους, έπρεπε να συμβάλουμε –και μάλιστα χωρίς να βιαστούμε αλλά «εν καιρώ»– στη συγκρότηση μιας ευρύτερης, μιας βαλκανικής κρατικής οντότητας (αν όχι στην ανασύσταση της ίδιας της «Ελληνικής Αυτοκρατορίας της Χριστιανικής Ανατολής»), στο εσωτερικό της οποίας ο ελληνισμός θα μπορούσε να αναδειχτεί primus inter pares. Πράγμα που σημαίνει πιθανότατα ότι, εφόσον θα ερχόταν τελικά το πλήρωμα του χρόνου και το εγχείρημα θα αποδεικνυόταν εκ των πραγμάτων ανέφικτο, δεν θα έπρεπε, απλούστατα, να εξεγερθούμε ποτέ κατά των Τούρκων! — Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για ένα επιχείρημα εντελώς αίολο. Αξιοποιώντας όσα μέσα διέθεταν τότε, οι επαναστατημένοι Έλληνες πάλεψαν για το καλύτερο δυνατόν με βάση τα δεδομένα και τις συνθήκες της εποχής τους.Ευτυχώς ή δυστυχώς, οι ιστορικές εξελίξεις υποτάσσονται στις δικές τους νομοτέλειες και δεν καθορίζονται πάντοτε και επακριβώς από τη βούληση των διαφόρων εθνών, όσο ισχυρή και αν είναι αυτή. Επιπλέον, δεν προδιαγράφονται, και μάλιστα… εκ των υστέρων, και κυρίως δεν είναι «ασκήσεις επί χάρτου» σε τηλεοπτικά κανάλια ή θεολογικά σπουδαστήρια… Το «ελληνώνυμο κρατίδιο», το οποίο με τους βαλκανικούς πολέμους θα διπλασιάσει τη γεωγραφική επικράτειά του, αγωνίστηκε με συνέπεια για την απελευθέρωση αλύτρωτων ελληνικών περιοχών (πρβλ. τις επαναστάσεις της Θεσσαλίας και της Κρήτης το 19. αιώνα, τις οποίες ενίσχυσε ή και υποκίνησε) και θα ήταν άδικο να χρεωθεί την απώλεια ή τη συρρίκνωση προαιώνιων ελληνικών εστιών, για παράδειγμα της Ιωνίας και της Αιγύπτου, αντίστοιχα. Στην πρώτη περίπτωση οι διωγμοί και οι σφαγές είχαν ξεκινήσει πολύ πριν από την αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, ενώ στη δεύτερη οι δυσμενείς εξελίξεις συναρτώνται με πολιτικές επιλογές των εκεί καθεστώτων και δε σχετίζονται με πράξεις ή παραλείψεις του ελληνικού κράτους.

6. Όχι, δεν είναι λογικό αλλά, αντίθετα, είναι ανήκουστο και αδιανόητο όλοι ανεξαιρέτως οι λαοί της γης να δικαιούνται να αποκτήσουν κράτος –ακόμη και αυτοί που ήρθαν στο ιστορικό προσκήνιο «από το πουθενά», ακόμη και αυτοί που «φυτεύτηκαν» από κάποιους τρίτους σε γεωπολιτικά ευαίσθητες περιοχές του πλανήτη και έκτοτε πασχίζουν με πλαστογράφηση της ιστορίας και κλεμμένα σύμβολα να δημιουργήσουν εθνική συνείδηση– και την ίδια στιγμήεμείς οι Έλληνες να αποτελούμε τη μοναδική εξαίρεση, δηλαδή να «απολαμβάνουμε» κατ’ αποκλειστικότητα το παγκόσμιο θλιβερό προνόμιο να μας αμφισβητείται αναδρομικά το ιστορικό δικαίωμα να έχουμε δημιουργήσει ως έθνος το δικό μας κράτος! Και μάλιστα εμπνευστές, εκφραστές και σημαιοφόροι αυτής της συστηματικής αμφισβήτησης και αυτής της αδιάλλακτης άρνησης να είναι ομοεθνείς μας, να είναι Έλληνες, που επικαλούνται κάθε φορά θολά και συγκεχυμένα κριτήρια για να επιδοθούν σε ακατάσχετες θρηνωδίες και ιερεμιάδες, θεωρώντας πλέον ζήτημα χρόνου την ολοσχερή εξαφάνιση αυτού του «ελληνώνυμου» μορφώματος και προεξοφλώντας ότι, διεθνώς, δεν πρόκειται να λυπηθεί εξαιτίας της απολύτως κανένας…

Εκείνο, πάντως, στο οποίο θα συμφωνούσε κανείς χωρίς επιφυλάξεις είναι το ότι τα τελευταία χρόνια ο ελληνισμός διέρχεται μια πρωτοφανή, παρατεταμένη και πολύπλευρη κρίση, που προσλαμβάνει τις διαστάσεις μιας ενδημικής παρακμής και αποσύνθεσης. Η κρίση αυτή έχει τις ρίζες της στην ιδιαιτερότητα των συνθηκών που προσδιόρισαν τη νεότερη ιστορία μας, στην πολλαπλή εξάρτησή μας από τον ξένο παράγοντα, στη διαμορφωμένη θλιβερή παράδοση πολιτικών ταγών της χώρας, οι οποίοι, με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις, αποδεικνύονται κατά την επιεικέστερη έκφραση κατώτεροι των περιστάσεων, αλλά και σε αταβιστικά ελαττώματα του ίδιου του λαού μας, που σε μικρότερο, έστω, βαθμό φέρει και αυτός τις ευθύνες του για το σημερινό κατάντημα. Από εδώ προφανώς έλκουν την καταγωγή τους, όπως παρατηρήθηκε ήδη, τόσο η άκρα πεσιμιστική διάθεση όσο και οι συνακόλουθες δηλητηριώδεις επισημάνσεις, που, «υπερβαίνοντας τα εσκαμμένα», θέτουν καμιά φορά επί τάπητος και αμφισβητούν ριζικά τη γνησιότητα της εθνικής μας ιδιοπροσωπίας αν όχι και την ίδια τη σκοπιμότητα της κρατικής μας υπόστασης….

Ωστόσο, οι παράταιρες αυτές φωνές δεν είναι σε θέση να εκμηδενίσουν τα επιτεύγματα του ελληνισμού τα τελευταία 180 χρόνια και κυρίως δε μας απαλλάσσουν από το πατριωτικό χρέος μας να αγωνιστούμε «με νύχια και με δόντια» για τη απελευθέρωσή μας από την παρακμή και την εξαθλίωση – για την κοινωνική μας ανόρθωση και την εθνική μας αναγέννηση. Σε αυτό το χρέος οδηγεί η αναστοχαστική προσέγγιση της εθνεγερσίας του 1821 και στην εκπλήρωση αυτού, ακριβώς, του χρέους οφείλει να επικεντρωθεί σήμερα ο πατριωτισμός των Ελλήνων. Χωρίς μεγαλοστομίες και «κορώνες» αλλά με αποφασιστικότητα και αυτεπίγνωση.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Βλέπε, Φάκελος: Επανάσταση του 1821, στο «Αντίβαρο» (http://www.antibaro.gr/article/1465).

2.Οι απόψεις και οι τάσεις, στις οποίος συγκλίνουν και εν πολλοίς συμπίπτουν «προοδευτικοί» εθνοαποδομητές και ορθόδοξοι ελληνομηδενιστές, εκτίθενται με παραστατικότητα και ενάργεια στο άρθρο του Γιώργου Καραμπελιά, Φανερή και…κρυφή γοητεία του νέο-Οθωμανισμού, (ηλεκτρονικό περιοδικό «Αντίβαρο» http://www.antibaro.gr/article/377. Βλ. και περιοδικό «Άρδην», τεύχος 73).

3.Φ. Κ. Βώρου, Δοκίμιο ανίχνευσης της διαμορφούμενης  κατά το 18ο αιώνα εθνικής συνείδησης των Ελλήνων στο έργο του Ρήγα Φεραίου – Βελεστινλή (αναβίωση των όρων αυτοπροσδιορισμού των Ελλήνων – Γραικών)Εισήγηση σε συνέδριο για το έργο του Ρήγα Βελεστινλή με πρωτοβουλία του  Δημητρίου Καραμπερόπουλου ως Προέδρου της Επιστημονικής Εταιρείας Μελέτης Φερών – Βελεστίνου – Ρήγα (http://webcache.googleusercontent.com/search?q=cache:http://www.voros.gr/ist/ar1005.doc)..

4.Κωνσταντίνου Σβολόπουλου, τακτικού μέλους της Ακαδημίας Αθηνών,Η συνέχεια επί τρεις χιλιετίες των Ελλήνων (http://www.antibaro.gr/article/3041). Βλ. και Κυριάκου Κατσιμάνη, α) Η ελληνική συνείδηση κατά τους βυζαντινούς χρόνους («Φιλολογική», Απρίλιος-Ιούνιος 2011, τεύχος 115, σσ. 3-5 και «Αντίβαρο», http://www.antibaro.gr/article/3287), β) Η διαχρονικότητα της ελληνικής συνείδησης και η ψευδεπίγραφη ρωμαϊκότητα των Βυζαντινών («Θέματα Ελληνικής Ιστορίας», http://www.istorikathemata.com/2012/01/blog-post_07.html, και «Φιλολογική», Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2011, τεύχος 117, σσ. 3-6) και γ) Ονομάτων απελευθέρωσις. Έλληνες ή Ρωμιοί; — και πάλι! («24 γράμματα», http://www.24grammata.com/?p=27164 και «Φιλολογική», Απρίλιος-Ιούνιος 2012, τεύχος 119, σσ. 45-56).

5. In Απόστ. Ε. Βακαλόπουλου,Νέος ελληνισμός. Οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του Έθνους, [1204 - μέσα 15ου αιώνα], Εκδ. Οίκος Αντωνίου Σταμούλη, 2008,σελ. 45.

6. Τα παραθέματα προέρχονται από το έργο του Μιχ. Περάνθη Ελληνική Πεζογραφία. Από την Άλωση ως σήμερα, 2η έκδοση, πρώτος τόμος, σσ. 241, 77 και 370, αντίστοιχα.

 

 

Το επαναστατικό όραμα, η ζωή και δράση του Ρήγα Φεραίου (Βελεστινλή)






γράφει ο Γιώργος Πετρόπουλος

«…Μόνον το όνομα της ελευθερίας φθάνει, διά να δειλιάση τας ανάνδρους καρδίας όλων των μιαρών τυράννων της γης. Ε! πόσον ήθελε το αποδείξει εμπράκτως ο αείμνηστος Ελλην, ο Ηρως ο μέγας, λέγω και θαυμαστός Ρήγας, αν μία ανέλπιστος προδοσία δεν ήθελε τον θανατώσει. Αυτός ο αξιάγαστος ανήρ ήτον εστολισμένος από την φύσιν με όλας τας χάριτας των μεγάλων υποκειμένων, ευφυής, αγχίνους και άοκνος, ωραίος τω σώματι και ωραιότερος τω πνεύματι, δίκαιος και εξακολούθως, αληθής φιλέλλην και φιλόπατρις».Ανωνύμου του Ελληνος «Ελληνική Νομαρχία»1
Στις 6/19 Δεκέμβρη του 1797 δύο άνδρες έφτασαν στην Τεργέστη κι αμέσως κατευθύνθηκαν προς το «Βασιλικόν», ένα ξενοδοχείο που βρισκόταν δίπλα στη θάλασσα. Αμέσως βρήκαν δωμάτιο, στο οποίο και κατέλυσαν. Τα πάντα ήταν ήσυχα, οι δύο άνδρες αποφάσισαν να ξεκουραστούν και τίποτα δε μαρτυρούσε τα όσα σε λίγες ώρες θα ακολουθούσαν.
Οταν πια είχε πέσει η νύχτα, η πόρτα του δωματίου χτύπησε, για να φανερωθεί στο άνοιγμά της ότι οι απρόσμενοι επισκέπτες ήσαν αστυνομικοί.
Ποιος από σας είναι ο Ρήγας, ρώτησε στα γερμανικά ο αξιωματικός, αφού προηγουμένως απηύθυνε στους ενοίκους έναν τυπικό χαιρετισμό.
Εγώ, απάντησε ο μεγαλύτερος σε ηλικία από τους δύο άνδρες.
Τόσο εσύ όσο και ο σύντροφός σου, βρίσκεστε υπό κράτηση, ήταν η ανταπάντηση του αξιωματικού.
Η πόρτα του δωματίου έκλεισε ξανά, ο αξιωματικός αποχώρησε κι απέξω έμειναν δύο αστυνομικοί για να φυλάνε τους κρατούμενους.
Οι δύο άνδρες δεν ήσαν άλλοι από τον Ρήγα Βελεστινλή – Φεραίο και το νεαρό Χριστόφορο Περαιβό2. Οπως μας πληροφορεί ο τελευταίος στα απομνημονεύματά του, ο Ρήγας ταξίδεψε από τη Βιέννη στην Τεργέστη, με σκοπό να περάσει τη Βενετία και να συναντήσει το Μέγα Ναπολέοντα, προσβλέποντας στη βοήθειά του για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Ομως, πριν αναφερθούμε αναλυτικότερα στα επαναστατικά σχέδια του Ρήγα, ας δώσουμε το λόγο στον Περαιβό να μας περιγράψει τη σύλληψη τη δική του και του συντρόφου του στην οποία μόλις αναφερθήκαμε. Γράφει συγκεκριμένα3: «Εφθασεν τέλος πάντων μετ’ ολίγας ημέρας ο τε Ρήγας και ο Περαιβός εις Τριέστιον, και κατέλυσαν εις το παρά τον αιγιαλόν βασιλικόν ξενοδοχείον. Περί δε τη μίαν ώραν της νυκτός, καθ’ ην εσκόπευεν ο Ρήγας να υπάγη προς τον εκείσαι Γαλλικόν πρόξενον, ονομαζόμενον Μπρεσέ, διά να λάβη την προστασίαν του, απροσδοκήτως εισήλθεν εις το οίκημά του ένας πολεμικός αξιωματικός, όστις μετά τον συνήθη εσπερινόν χαιρετισμόν, ηρώτησε γερμανιστί, τις καλείται Ρήγας; Εγώ απεκρίθη. Τότε ο αξιωματικός καλέσας δύο στρατιώτας (τους οποίους επίτηδες άφησε έξω του οικήματος), διέταξε να τους φυλάττωσι ασφαλώς και μηδέν άλλον ειπών, αποχαιρετήσας ανεχώρησεν. Αυτό το απροσδόκητον και λυπηρόν συμβάν προήλθεν ίσως από αμέλειαν του Ρήγα, διότι, αν επαρουσιάζετο την ημέραν προς τον Γαλλικόν πρόξενον διά να λάβη την προστασίαν του, τότε η Αυστρία δεν ετόλμα να πράξη τι κατ’ αυτών, και μάλιστα κατ’ εκείνην την εποχή εφοβείτο σφόδρα τους Γάλλους, καθώς η πείρα το έδειξεν εις τον Περαιβόν, ως κατωτέρω ρηθήσετε. Εντοσούτω έρριψαν (σ.σ. ο Ρήγας και ο Περαιβός μετά τη σύλληψή τους) εις την θάλασσαν πλησίον ούσαν ένα φάκελον γραμμάτων, τα οποία έφεραν υπογραφάς πολλών και διαφόρων μεγαλεμπόρων της Ελλάδος, αίτινες χρείας τυχούσης έμελλαν να χρησιμεύσωσιν εις την Ελλάδας εις περιλαβήν χρημάτων, προς τούτοις και τη σφραγίδα του έθνους, ήτις έφερε το σχήμα και τη μεγαλειότητα του Ισπανικού δίστηλου, εις δε την επιφάνειάν της ήσαν τρία ρόπαλα, κείμενα πλαγίως, επί εκάστου τούτου τρεις σταυροί, εις δε την περιφέρειαν τα εξής “Υπέρ Πίστεως, Πατρίδος, Νόμων και Ελευθερίας”».
Μιάμιση ώρα μετά τη σύλληψή τους, ο Ρήγας και ο Περαιβός υποβλήθηκαν σε ανάκριση. Μη γνωρίζοντας όμως ο Περαιβός γερμανικά, απάντησε γι’ αυτόν ο Ρήγας, ο οποίος πήρε όλη την ευθύνη πάνω του λέγοντας4: «Εγώ αυτόν τον νέον δεν τον γνωρίζω ως συγκοινωνόν μου, αλλ’ ως συνοδοιπόρον, μάλιστα (καθώς μ’ εξωμολογήθη) μέλει να υπάγη εις την Ακαδημίαν της Μπάδουβας να διδαχθή την ιατρικήν». Οι αστυνομικοί μην έχοντας κάποιο στοιχείο σε βάρος του Περαιβού αποδέχθηκαν τις εξηγήσεις του Ρήγα. Διέταξαν τον πρώτο να μεταφερθεί και να μείνει σε άλλο δωμάτιο του ξενοδοχείου, ενώ τον Ρήγα τον οδήγησαν στη φυλακή, ανοίγοντας έτσι το τελευταίο κεφάλαιο της ζωής του, αυτό που έμελλε να λάβει τέλος με τον φυσικό του θάνατο. Ας σταματήσουμε, όμως, εδώ την εξιστόρηση κι ας δούμε με περισσότερες λεπτομέρειες ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος και γιατί ήταν τόσο σημαντικός, ώστε να υποχρεωθούν οι αυστριακές αρχές να προβούν στη σύλληψή του.
Μπορούσε να έχει μια ήσυχη και καλή ζωή, αλλά…
Ο Ρήγας Βελεστινλής γεννήθηκε στο θεσσαλικό χωριό Βελεστίνο στα 1757. Το οικογενειακό του όνομα ήταν Κυριτζής ή Κυριαζής5. Για τα πρώτα τριάντα, περίπου, χρόνια της ζωής του, δεν έχουμε ακριβείς πληροφορίες. Γνωρίζουμε ελάχιστα για τον ίδιο και την οικογένειά του κι αυτά κυρίως από θρύλους και παραδόσεις, που εξ αντικειμένου εμπεριέχουν, τουλάχιστον, το στοιχείο της υπερβολής. Εν πάση περιπτώσει, η παράδοση εμφανίζει την οικογένεια του Ρήγα ως μία από τις πιο ευκατάστατες στο Βελεστίνο με πολλά κτήματα, τρία μεγάλα χάνια, βυρσοδεψείο, βαφείο και εργοστάσιο κατασκευής υφασμάτων και ταπήτων, στο οποίο εργάζονταν περισσότεροι από 40 εργάτες6.
Η οικονομική ευχέρεια της οικογένειάς του, έδωσε τη δυνατότητα στον Ρήγα να πάρει καλή μόρφωση. Ετσι σύμφωνα με ορισμένες πηγές σπούδασε στη σχολή της Ζαγοράς και σύμφωνα με άλλες στη σχολή των Αμπελακίων, ενώ, όταν αποφοίτησε, δούλεψε για λίγο ως δάσκαλος στο χωριό Κισσός του Πηλίου7.
Στη Θεσσαλία ο Ρήγας δεν έμεινε πολύ. «Φιλελεύθερος ων, και μη υποφέρων την τυραννίαν και τη βαρβαρότητα των της πατρίδας του Οθωμανών – γράφει ο Περαιβός – εγκατέλειψε τη φίλην πατρίδα, πορευθείς εις τόπον ελεύθερον και αρμόδιον προς ανάπτυξιν των ιδεών του, όστις ην η Δακία, το μόνον τότε άσυλον των ελευθεροφρόνων Ελλήνων». Και προσθέτει: «Οσάκις συνέπιπτε λόγος περί τυραννίας των εν Θεσσαλία Οθωμανών, ο Ρήγας απέδιδε τα πρωτεία της βαρβαρότητος και αγριότητος εις τους κατοίκους της πατρίδας του, Βελεστίνου, προσέλεγε δε αστεϊζόμενος “τα γουρούνια του Βελεστίνου έχουν σουρλάν (προβοσκίδα) χοντρότερον, και δόντια σουβλερότερα”»8.
Ισως για το λόγο αυτό, ότι δηλαδή ο Ρήγας, μιλούσε με τέτοιο τρόπο για την οθωμανική βαρβαρότητα στο Βελεστίνο, ο θρύλος τον θέλει να φεύγει κυνηγημένος από τον τόπο του, γιατί αναγκάστηκε να σκοτώσει κάποιον Τούρκο μην μπορώντας να αντέξει το καθεστώς της οθωμανικής σκλαβιάς. Το πιο πιθανό, όμως, είναι να μην συνέβηκε κανένα τέτοιο περιστατικό κι ο Ρήγας να εγκατέλειψε τον τόπο του, όπως συνήθιζαν να κάνουν πολλοί νέοι της εποχής του, προπαντός Πηλιορείτες. Ο Δ. Φωτιάδης δίνει τούτη την εκδοχή για το φευγιό του Ρήγα. «Το 1774 – γράφει9 -, υπογράφηκε η ρωσοτουρκική συνθήκη ειρήνης. Κι ακολούθησε ο κατατρεγμός και ο θάνατος από τον Ολυμπο ως το Μοριά. Χιλιάδες ξεριζώθηκαν τότε από τον τόπο τους φεύγοντας στα ξένα… Τότε, λοιπόν, μέσα σε τούτη τη γενική φυγή, πρέπει να ξενιτεύτηκε ο Ρήγας, γύρω στα 1774 με 1777».
Οπως και να ‘χει, ο Ρήγας πέρασε πρώτα από το Αγιο Ορος και στη συνέχεια πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου καταπιάστηκε με το εμπόριο10. «Ηταν προετοιμασμένος για το εμπόριο – παρατηρεί ο Κορδάτος11 -, γιατί ο πατέρας του ήταν από τους πρώτους εμποροβιοτέχνες του Βελεστίνου και κοντά στον πατέρα του έμαθε κι αυτός τα μυστικά του εμπορίου».
Στην Κωνσταντινούπολη ο Ρήγας συνδέθηκε με μία από τις σπουδαιότερες οικογένειες Φαναριωτών, την οικογένεια των Υψηλάντηδων. Για την ακρίβεια προσελήφθη ως γραμματικός του Αλέξανδρου Υψηλάντη, παππού των Υψηλάντηδων του ’21, που χρημάτισε ηγεμόνας της Βλαχίας στο διάστημα 1774-1781. «Είχε τότε εν Κωνσταντινουπόλει – γράφει ο Ι. Φιλήμων12 – ο Αλέξανδρος Υψηλάντης γραμματέα ίδιον τον Ρήγα Φεραίον, ον εξεπέδευσε νέον εν τη οικία αυτού μεθ’ όλης της πατρικής προνοίας».
Το 1786 συναντάμε το Ρήγα στο Βουκουρέστι να δουλεύει αρχικά ως γραμματικός του τοπικού άρχοντα Γρ. Μπραγκοβάνου και στη συνέχεια ως γραμματικός στο παλάτι του ηγεμόνα της Βλαχίας Ν. Μαυρογέννη. Με δυο λόγια, φεύγοντας από το Βελεστίνο, ο Ρήγας πρόκοψε, απέκτησε χρήματα, περισσότερη μόρφωση και δύναμη, συνδέθηκε με την εξουσία. Είχε συνεπώς όλες τις προϋποθέσεις να κάνει μια πλούσια και ήσυχη ζωή ή εν πάση περιπτώσει να ασχοληθεί μόνο με τη δική του βόλεψη. Παρ’ όλα αυτά, ο δρόμος που ακολούθησε ήταν διαφορετικός.
…έγινε επαναστάτης
Εκείνη την εποχή μια σειρά τοπικοί Τούρκοι φεουδάρχες, όπως ο Αλί Πασάς των Ιωαννίνων, ο Μοχάμετ Αλι της Αιγύπτου, ο Πασβανόγλου του Βιδανίου κ.ά., αντιμάχονται την κεντρική οθωμανική εξουσία, ευνοούν τις επαναστατικές κινήσεις και ορισμένοι από αυτούς επηρεάζονται από τις ιδέες της ανερχόμενης αστικής τάξης. Ταυτόχρονα, η Οθωμανική αυτοκρατορία κλονίζεται από τον δεύτερο Ρωσοτουρκικό Πόλεμο που ξεσπά το 1787. Στη διάρκεια αυτού του πολέμου, ο Ρήγας γνωρίζεται με τον Πασβανόγλου.
Λαϊκή λιθογραφία της εποχής. Στη μέση ο Ρήγας, δεξιά ο Αδαμάντιος Κοραής και αριστερά ο Αλέξανδρος Υψηλάντης
Οταν, δε, το Βουκουρέστι καταλήφθηκε από τα αυστρορωσικά στρατεύματα, ο Ρήγας εγκατέλειψε τον Μαυρογέννη, και μπήκε ως γραμματικός στην υπηρεσία του βαρόνου του Λάνγκενφελντ, που ήταν πράκτορας των Αυστριακών στη Βλαχία (χωρίς, φυσικά, ο Ρήγας να το γνωρίζει) και ο αυτοκράτορας της Αυστρίας του είχε δώσει τον τίτλο του Βαρόνου για τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει. Τον Ιούνη του 1790 ο Ρήγας ακολούθησε τον Λάνγκενφελντ στη Βιέννη, όπου θα μείνει μαζί του έως το Γενάρη του 1791. Στο μικρό αυτό διάστημα που μένει στην αυστριακή πρωτεύουσα, καταφέρνει να τυπώσει τα δύο πρώτα του βιβλία, το «Σχολείον των Ντελικάτων Εραστών» και το «Φυσικής Απάνθισμα», ενώ αναγγέλλει την έκδοση της μετάφρασης στα ελληνικά του έργου του Μοντεσκιέ «Το πνεύμα των νόμων». Πρέπει να ληφθεί υπόψιν ότι το διάστημα αυτό η Ευρώπη συγκλονίζεται από τη Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, οι ιδέες της οποίας εξαπλώνονται ραγδαία και κατακτούν το μυαλό και την καρδιά όλων των σκλαβωμένων λαών της Ευρώπης και, φυσικά, το μυαλό και την καρδιά όλων των καταπιεζόμενων τάξεων στις φεουδαρχικές κοινωνίες. Από τις ιδέες αυτές ασφαλώς δεν είναι δυνατόν να μείνει ανεπηρέαστος ο Ρήγας. Το έργο του άλλωστε που προαναφέραμε «Φυσικής Απάνθισμα», αλλά και η ενασχόλησή του με το «Πνεύμα των νόμων» του Μοντεσκιέ φανερώνουν την αναμφίβολη προσχώρησή του στο Διαφωτισμό και την πρόθεσή του να βοηθήσει, ώστε να απαλλαγεί ο λαός στον οποίο απευθυνόταν από την αμάθεια και τις κάθε λογής – θρησκευτικές και άλλες – δεισιδαιμονίες, που εμπόδιζαν το ξύπνημα του πνεύματος και της επαναστατικής δράσης. Γράφει ο ίδιος στον πρόλογο της «Φυσικής…»13: «Κάθε νουνεχής φιλόπατρις λυπείται βλέποντας τους δυστυχείς απογόνους των ευκλεεστάτων Αριστοτέλους και Πλάτωνος ή πάντη γεγυμνωμένους από την ιδέαν της φιλοσοφίας ή, αφού εγήρασαν επικεκυφότες εις μόνα τα σπάνια της ελληνικής διαλέκτου βιβλία, να εκαρποφορήθησαν πολλά ολίγον ή παντελώς. Οντας φύσει φιλέλλην, δεν ευχαριστήθην, μόνον απλώς να θρηνήσω την κατάστασιν του Γένους μου, αλλά και συνδρομήν να επιφέρω επάσχισα, όσον το επ’ εμοί, απανθίζοντας από τε της γερμανικής και γαλλικής γλώσσης τα ουσιωδέστερα της φυσικής ιστορίας».
Το εσωτερικό της φυλακής, όπου κρατούσαν τον Ρήγα, στον πύργο του Βελιγραδίου
Από το Γενάρη του 1791 έως και το 1796, ο Ρήγας θα μείνει στο Βουκουρέστι. Στο διάστημα αυτό, σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, φαίνεται ότι δούλεψε ως γραμματικός του ηγεμόνα Μ. Σούτσου κι ως διερμηνέας στο Γαλλικό προξενείο14. Εν πάση περιπτώσει, ξαναεπιστρέφει στη Βιέννη τον Αύγουστο του 1796, όντας πια ώριμος επαναστάτης. Ετσι, μέχρι το Δεκέμβρη του 1797, εκδίδει τα επαναστατικά έργα του με τα οποία άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του στην Ιστορία (Χαρτογραφικό έργο, Θούριος, Επαναστατικό Μανιφέστο κλπ.). «Σωστά ειπώθηκε – γράφει ο Φωτιάδης15 – πως ο “Θούριος” δεν είναι ποίημα, παρά επαναστατική προκήρυξη γραμμένη σε στίχους, για να μπορούν εύκολα να την αποστηθίζουν». Το πόσο σημαντικό ήταν το έργο του Ρήγα για το επαναστατικό φρόνημα των Ελλήνων, μας το περιγράφει ο Γεώργιος Τερτσέτης στα «Προλεγόμενά» του στα απομνημονεύματα του Θ. Κολοκοτρώνη. «Ο Ρήγας Φεραίος – λέει ο Τερτσέτης16 – εστάθη ο μέγας ευεργέτης της φυλής μας, το μελάνι του θα είναι πολύτιμο ενώπιον Θεού, όσο το αίμα του άγιο, έγραψε τροπάρια άλλο σόι… εδημοσίευσε και γεωγραφία του τόπου μας και εβλέπαμε τα Ολύμπια, άλλα παιγνίδια ελληνικά εις το Ξαμίλι. Είχε η γεωγραφία του ζωγραφισμένα και τα πρόσωπα των παλαιών σοφών και ηρώων – “Ως πότε παλληκάρια να ζούμε στα στενά”, από τα πολεμικά του τραγούδια το τελειότερο, περιέχει μίαν επιθεώρησιν των δυνάμεων της πατρίδος, όλοι είναι παρόντες εις την επιθεώρησιν, κανένας απών, τα ξεφτέρια των Αγράφων, οι σταυραετοί του Ολύμπου, τα καπλάνια του Μαυροβουνιού, τα λεοντάρια του Σουλιού, Μάνης και Μακεδονίας και τα δελφίνια της θαλάσσης, οι Νησιώτες, και οι Χριστιανοί του Δουνάβεως και Σάβα ποταμού».
Μ’ όσα λέει, ο Τερτσέτης μας μπάζει στην προσωπικότητα του Ρήγα ως επαναστάτη οραματιστή. Αλλά ποιο ήταν εντέλει το όραμά του;
Το όραμα και η επαναστατική οργάνωση του Ρήγα
Το όραμα του Ρήγα δεν ήταν στενά εθνικό ελληνικό, όσο κι αν ο ίδιος ως Ελληνας και παιδεία είχε ελληνική αλλά και τεράστιο θαυμασμό ένιωθε και σεβασμό έτρεφε προς την απελευθερωτική δύναμη της αρχαιοελληνικής γραμματείας. Το όραμα του Ρήγα ήταν συνδεδεμένο με την κοινωνική απελευθέρωση όλων των λαών που βρίσκονταν υπό το καθεστώς της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όχι μόνο των υπόδουλων αλλά και αυτών των ίδιων των Τούρκων. Στο Θούριο, για παράδειγμα, έγραφε17: «Σ’ Ανατολή και Δύση και Νότον και Βοριά/ για την πατρίδα όλοι νάχωμεν μια καρδιά. Στην πίστη του ο καθ’ ένας, ελεύθερος να ζη,/ στη δόξα του πολέμου να τρέξωμεν μαζί. Βούλγαροι κι Αρβανίτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,/ Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή,/ Για την ελευθερίαν να ζώσωμεν σπαθί». Το ίδιο πνεύμα κυριαρχεί και στο Σύνταγμά του όπου μεταξύ άλλων, προσδιορίζοντας τη «Νέα Πολιτική διοίκηση των κατοίκων της Ρούμελης, της Μικράς Ασίας, των μεσογείων νήσων και της Βλαχομπογδανίας», σημειώνει18: «Ο αυτοκράτωρ λαός είναι οι κάτοικοι του βασιλείου τούτου χωρίς εξαίρεσιν θρησκείας και διαλέκτου, Ελληνες, Βούλγαροι, Αλβανοί, Βλάχοι, Αρμένηδες, Τούρκοι και κάθε άλλον είδος γενεάς».
Αυτό ήταν το επαναστατικό όραμα του Ρήγα, για το οποίο είχε αφιερώσει τη ζωή του. Μπορούσε όμως να το προωθήσει χωρίς την ύπαρξη ανάλογης επαναστατικής οργάνωσης;
Ο Χρ. Περραιβός που υπήρξε σύντροφος του Ρήγα, στα γραπτά του είναι κατηγορηματικός ότι ο Ρήγας είχε συστήσει επαναστατική οργάνωση – εταιρία σύμφωνα με την ορολογία της εποχής. «Οσο διά την πρώτην εταιρείαν του αοιδίμου Ρήγα του Φεραίου – γράφει19 – χρεωστώ να είπω τινά εν περιλήψει, διότι τα ηξεύρω ακριβέστερα από κάθε άλλον, διότι εχρημάτισα μέλος εκείνης και συγκοινωνός των κινδύνων της». Την ύπαρξη εταιρίας ο Περραιβός την επιβεβαιώνει και στη «Σύντομη βιογραφία του Ρήγα»20. Αλλά και η αυστριακή αστυνομία βεβαιώνει ότι υπήρχε επαναστατική εταιρία στην οποία συμμετείχαν ο Ρήγας και οι σύντροφοί του21.
Αντίθετα, ο Κ. Αμαντος ήταν από τους πρώτους που αμφισβήτησαν την ύπαρξη μυστικής επαναστατικής οργάνωσης του Ρήγα, μη θεωρώντας επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ούτε τα όσα αναφέρονταν στα αυστριακά αστυνομικά έγγραφα, ούτε φυσικά τη μαρτυρία του Χρ. Περραιβού. «Το σχέδιο του Ρήγα – γράφει22 – δεν προαπαιτεί την ύπαρξιν μυστικής ωργανωμένης εταιρείας. Ο Ρήγας επεδίωκε κατά πρώτον την παρασκευήν ενθουσιωδών αποστόλων της επαναστάσεως διά των βιβλίων του και διά των Θουρίων ασμάτων… Το σχέδιον του Ρήγα το γνωρίζουν οι φίλοι του, είναι ολοφάνερον, δεν έχει τίποτα το μυστηριώδες και μυστικόν, το οποίον θα απησχόλει ιδιαιτέραν μυστικήν εταιρείαν». Υστερα από τέτοιους ισχυρισμούς δικαιολογημένα ο Κορδάτος καταφεύγει στην ειρωνεία γράφοντας23: «Να λοιπόν μια καινούρια θεωρία του πώς πρέπει να γίνονται οι επαναστάσεις. Αμα φτιάσεις μερικά τραγούδια και αποκτήσεις και μερικούς φίλους δε χρειάζεται τίποτ’ άλλο. Τραγουδώντας έρχεται η επανάσταση!».
Είναι βέβαιο ότι οι ιστορικές μαρτυρίες που έχουν σωθεί και αφορούν το θέμα δε μας δίνουν ολοκληρωμένες πληροφορίες για το πώς ακριβώς ήταν η εταιρία του Ρήγα ως προς την οργάνωση της, τα σχέδιά της, τα μέλη και την εξάπλωσή της. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να μας οδηγήσει να αρνηθούμε την ύπαρξη της εταιρεία αυτής. «Ολα όσα μας παραδίδονται – γράφει ο Βρανούσης24, έστω και κάπως αόριστα, συνηγορούν σ’ αυτό και μας βεβαιώνουν ότι ο Ρήγας έλαβε ενεργό μέρος κι έπαιξε κάποιο σημαντικό ρόλο στην “εταιριστική κίνηση” της εποχής του».

Η τελευταία σκηνή
Οπως αναφέραμε στην αρχή, ο Ρήγας συνελήφθη στην Τεργέστη στις 6/19 Δεκέμβρη του 1797. Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές είχε αποφασίσει να κατέβει στην Ελλάδα μέσω Τεργέστης αλλά θα περνούσε πρώτα από τη Βενετία. Ο Κορδάτος μας πληροφορεί ότι στη Βενετία υπήρχαν πολλοί μυημένοι στην επαναστατική εταιρία του Ρήγα και μέσω αυτών θα κανονιζόταν το ταξίδι στην Ελλάδα, «ανάλογα με τις πληροφορίες που είχαν συγκεντρωθεί από την Ηπειρο, τη Μάνη, τη Θεσσαλία, τη Ρούμελη και το Μοριά»25. Με τη διαπίστωση του Κορδάτου περί μυημένων ή εντέλει συμπαθούντων των επαναστατικών διεργασιών συνάδει και η μαρτυρία του Περραιβού που, όπως προαναφέραμε, μας πληροφορεί πως μετά τη σύλληψή τους στην Τεργέστη κατάφεραν και πέταξαν στη θάλασσα γράμματα με τις υπογραφές εμπόρων που στην κατάλληλη στιγμή θα ενίσχυαν τον αγώνα. Ο Περραιβός, προσθέτει ότι ο Ρήγας θα πήγαινε στη Βενετία «προς συνέντευξιν του Ναπολέοντος». Φαίνεται πως στόχος του Ρήγα ήταν να συνδέσει το επαναστατικό κίνημα στην Ελλάδα με τη Γαλλία, προσδοκώντας σε ηθική και υλική βοήθεια.
Εν πάση περίπτωση, πριν φύγει από τη Βιέννη ο Ρήγας, έστειλε στην Τεργέστη, στο φίλο και έμπιστο σύντροφό του Αντώνη Κορωνιό τρία κιβώτια με επαναστατικό υλικό. Επειδή όμως ο Κορωνιός έλειπε στη Δαλματία για εμπορικές δουλιές, τα κιβώτια παρέλαβε ο συνεταίρος του από την Κοζάνη Δημήτριος Οικονόμου, ο οποίος, αφού τα άνοιξε και είδε τι περιείχαν, κατέδωσε τα καθέκαστα στην αυστριακή αστυνομία. Ετσι, μόλις ο Ρήγας έφτασε στην Τεργέστη συνελήφθη αμέσως. Συλλήψεις επαναστατών ή υπόπτων για επαναστατική δράση έγιναν επίσης σε Βιέννη, Πέστη, Σεμλίνο. Συνελήφθησαν οι επτά που συνόδεψαν τον Ρήγα ως το θάνατο αλλά και οι Γεώργιος Πούλιος, Φιλ. Πέτροβιτς, Γ. Θεοχάρης, Κ. Τούλιος και Κ. Δουκάς. Ο Ρήγας και οι επτά παραδόθηκαν, τον Απρίλη του 1798, στις τουρκικές αρχές – γιατί ήσαν Τούρκοι υπήκοοι – και μεταφέρθηκαν στο Βελιγράδι. Υστερα απ’ αυτό το γεγονός το τέλος τους ήταν κάτι περισσότερο από προδιαγραμμένο.
Στις 11/24 Ιούνη του 1798, αργά το βράδυ, οκτώ Ελληνες που κρατούνταν φυλακισμένοι στο κάστρο «Neboisa» του Βελιγραδίου βρήκαν μαρτυρικό θάνατο στα κελιά τους διά της μεθόδου του στραγγαλισμού. Ηταν ο Ρήγας Βελεστινλής (Φεραίος), ετών 40, ο Ευστράτιος Αργέντης, έμπορος από τη Χίο, ετών 31, ο Δημήτριος Νικολίδης, γιατρός από τα Ιωάννινα, ετών 32, ο Αντώνιος Κορωνιός έμπορος και λόγιος από τη Χίο, ετών 27, ο Ιωάννης Καρατζάς, λόγιος από τη Λευκωσία της Κύπρου, ετών 31, ο Θεοχάρης Γεωργίου Τουρούτζιας, έμπορος από τη Σιάτιστα, ετών 22, ο Ιωάννης Εμμανουήλ, φοιτητής ιατρικής, από την Καστοριά, ετών 24 και ο αδελφός του Παναγιώτης Εμμανουήλ, υπάλληλος του Αργέντη, ετών 2226. Τα πτώματα των νεκρών ρίχτηκαν στο Σάβα, παραπόταμο του Δούναβη, που τώρα χωρίζει το παλιό από το νέο Βελιγράδι.
Λίγες ημέρες αργότερα, στις 17/30 Ιούνη 1798, ο Αυστριακός συνταγματάρχης Schertz, με μια σύντομη αναφορά του από το Σέμλινο, προς το υπουργείο Στρατιωτικών στη Βιέννη, έδωσε όλα τα στοιχεία του στυγερού εγκλήματος: «Ο Καϊμακάμης27 – έγραφε ο Schertz28 – έλαβε την παρελθούσαν εβδομάδα εκ Κωνσταντινουπόλεως φιρμάνιον, καθ’ ο εν μεγίστη μυστικότητι την τρίτην μετά την άφιξιν του φιρμανίου ημέραν διέταξε νύκτωρ τον στραγγαλισμόν πάντων των οκτώ καθειργμένων Ελλήνων, μετά δε την τέλεσιν της πράξεως ενήργησε να διαδοθή, ότι είχον αποδράσει άπαντες εκ της φυλακής, και δη έστειλεν άνδρας προς δήθεν καταδίωξιν αυτών κατά τας λεωφόρους».
Η είδηση του θανάτου του Ρήγα και των συντρόφων του συγκλόνισε λαούς και προσωπικότητες απ’ άκρου εις άκρον της βαλκανικής χερσονήσου, ιδιαίτερα δε όσους προσέβλεπαν στις επαναστατικές ιδέες της εποχής και στους ανθρώπους που τις υπηρετούσαν.
Εκείνο το διάστημα που οι αυστριακές αρχές προχωρούσαν στην απέλαση των οκτώ μελλοθανάτων, ο Αδαμάντιος Κοραής, μαντεύοντας το τραγικό τους τέλος έγραφε29: «Παρίστανται ίσως ταύτην ώραν δέσμιοι έμπροσθεν του τυράννου οι γενναίοι ούτοι της ελευθερίας μάρτυρες. Ισως, ταύτην την ώραν, κατεβαίνει εις τας ιεράς κεφαλάς των η μάχαιρα του δημίου, εκχέεται το γενναίον ελληνικόν αίμα από τας φλέβας των, και ίπταται η μακαρία ψυχήν των, διά να υπάγη να συγκατοικήση με όλων των υπέρ ελευθερίας αποθανόντων τας αοιδίμους ψυχάς. Αλλά του αθώου αίματος η έκχυσις αύτη αντί του να καταπλήξη τους Γραικούς θέλει μάλλον τους παροξύνει εις εκδίκησιν». Αντίθετα, το οικουμενικό Πατριαρχείο, το Δεκέμβρη του 1798, τότε δηλαδή που συλλαμβανόταν ο Ρήγας, με εγκύκλιο του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’, που εκ των υστέρων τον βάπτισαν και εθνομάρτυρα, καλούσε τους δεσποτάδες να κατάσχουν το επαναστατικό μανιφέστο του Ρήγα (την επαναστατική του διακήρυξη, το Πολίτευμά του κλπ.) διότι «πλήρες υπάρχει σαθρότητος εκ των δολερών αυτού εννοιών, τοις δόγμασι της ορθοδόξου ημών πίστεως εναντιούμενον»30.
Δυο κείμενα – δύο κόσμοι. Η κοινωνική πρόοδος και η κοινωνική αντίδραση της εποχής σ’ όλο τους το μεγαλείο. Τούτη η αντίθεση μετά την επανάσταση και τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους, χωρίς ποτέ να χάνει τη σημασία της, αποκτούσε στις εικόνες της καθημερινής ζωής μια πολύπλοκη, τραγική όψη, συχνά εκφραζόμενη μέσα από συμβολισμούς που μόνο η ζωή μπορεί να δώσει με τόση επιτυχία. «Τα πρώτα χρόνια έπειτα από την απελευθέρωση του τόπου από τον τουρκικό ζυγό – γράφει ο Φωτιάδης31 – στα καφενεία και στα σπίτια, στις πολιτείες και στα χωριά, έβλεπες κρεμασμένη μια χαλκογραφία που παρίστανε την Ελλάδα κουρελιασμένη, γονατισμένη κι αλυσοδεμένη. Δυο άνδρες γύρευαν να τη σηκώσουν σπάζοντας τα δεσμά της. Ο ένας ήταν ο Κοραής κι άλλος ήταν ο Ρήγας». Η Ελλάδα ήταν όντως ακόμη κουρελιασμένη, γονατισμένη, αλυσοδεμένη από τους ξένους «προστάτες» και τους νέους αφέντες, τους αστοκοτζαμπάσηδες, όλο εκείνο δηλαδή το κοινωνικοπολιτικό κατεστημένο που ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ και οι συν αυτώ εξέφραζαν με τους κατά καιρούς αφορισμούς που εκτόξευαν ενάντια στους επαναστάτες. Αυτή ήταν η πραγματικότητα. Ο Κοραής κι ο Ρήγας όμως πού βρίσκονταν; Αραγε βρίσκονταν μόνο στις χαλκογραφίες και στις άλλες απεικονίσεις ως άψυχες παραστάσεις ή μέσω αυτών των παραστάσεων οι καλλιτέχνες και ο λαός εκδήλωναν – πολλές φορές ασυνείδητα – τον ανεκπλήρωτο πόθο τους για κοινωνική απελευθέρωση; Η ιστορία των κοινωνικών αγώνων στη νεότερη και σύγχρονη Ελλάδα μάλλον συνηγορεί υπέρ της δεύτερης εκδοχής.
“Οταν η Διοίκησις βιάζη, αθετή, καταφρονή τα δίκαια του λαού και δεν εισακούει τα παράπονά του, το να κάμη τότε ο λαός ή κάθε μέρος του λαού επανάστασιν, να αρπάζη τα άρματα και να τιμωρήση τους τυράννους του, είναι (το) πλέον ιερόν από όλα τα δίκαιά του, και το πλέον απαραίτητο από όλα τα χρέη του (…)”
Ρήγας Φεραίος
1 Ανωνύμου του Ελληνος: «Ελληνική Νομαρχία Ητοι Λόγος Περί Ελευθερίας», επιμέλεια Γ. Βαλέτα, εκδόσεις «Αποσπερίτης», σελ. 83-83
2 Δ. Φωτιάδη: «Η Επανάσταση του ’21», εκδόσεις «Μέλισσα», τόμος 1ος, σελ. 220
3 Χρ. Περραιβού: «Απομνημονεύματα πολεμικά», εκδόσεις «Κοσμαδάκη», στη σειρά «Απομνημονεύματα αγωνιστών του ’21», σελ. 17
4 Χρ. Περραιβού, στο ίδιο σελ. 17-18
5 Μ. Σκιαδαρέση: «Ρήγας Φεραίος», εκδόσεις «Μεταίχμιο», σελ. 12
6 Λ.Ι. Βρανούση, στο ίδιο, σελ. 8
7 Χρ. Περραιβού: «Σύντομος βιογραφία του Αοιδίμου Ρήγα Φεραίου του Θετταλού», Εκδόσεις «Νότη Καραβία» (πρώτη έκδοση, Αθήνα 1860), σελ. 6-7
8 Χρ. Περραιβού, στο ίδιο σελ. 7-8
9 Δ. Φωτιάδη: «Η Επανάσταση του ’21», εκδόσεις «Μέλισσα», τόμος 1ος, σελ. 203
10 Ανωνύμου του Ελληνος: «Ελληνική Νομαρχία Ητοι Λόγος Περί Ελευθερίας», επιμέλεια Γ. Βαλέτα, εκδόσεις «Αποσπερίτης», σελ. 83
11 Γιάννη Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις «20ός Αιώνας», τόμος IX, σελ. 324
12 Ι. Φιλήμων: «Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», εκδόσεις «Εταιρεία ελληνικών Εκδόσεων» (πρώτη έκδοση 1859), τόμος Β’, σελ. 10-11
13 «Φυσικής Απάνθισμα», στη σειρά «Απαντα των Νεοελλήνων Κλασικών»: Ρήγας, τόμος 1ος, εκδόσεις «Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων» επιμέλεια Λ. Βρανούσης, σελ. 191
14 Τ. Βουρνά: «Ρήγας Βελεστινλής», εκδόσεις «Μπούζας», σελ. 37
15 Δ. Φωτιάδη, στο ίδιο, σελ. 207
16 Θ. Κολοκοτρώνη άπαντα (Απομνημονεύματα – δίκη), εκδόσεις «Μέρμηγκας», τόμ 1ος, σελ. 228
17 «Το Σύνταγμα και ο Θούριος του Ρήγα», εκδόσεις «Αρμός», σελ. 281.
18 στο ίδιο, σελ. 199
19 Χρ. Περραιβού: «Απομνημονεύματα πολεμικά», εκδόσεις «Κοσμαδάκη», στη σειρά «Απομνημονεύματα αγωνιστών του ’21», σελ. 16
20 Χρ. Περραιβού: «Σύντομος βιογραφία του Αοιδίμου Ρήγα Φεραίου του Θετταλού», Εκδόσεις «Νότη Καραβία» (πρώτη έκδοση, Αθήνα 1860), σελ. 27
21 Αιμίλιου Λέγρανδ, στο ίδιο, σελ. 73- 75 κ.ά.
22 Κ. Αμαντου: «Ανέκδοτα έγγραφα περί Ρήγα Βελεστινλή», έκδοση της Επιστημονικής εταιρείας Μελέτης «Φερών – Βελεστίνου – Ρήγα», Αθήνα 1997 (πρώτη έκδοση 1930), σελ. ιβ’ – ιγ’
23 Γιάννη Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 348
24 Λ.Ι. Βρανούση, στο ίδιο, σελ. 69
25 Γ. Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 353-354
26 Λ.Ι. Βρανούση: «Ρήγας», Βασική Βιβλιοθήκη τόμος 10ος, σελ. 104
27 Καϊμακάμης: Προϊστάμενος διοικητικής υπηρεσίας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Εδώ γίνεται λόγος για τον Καϊμακάμη του Βελιγραδίου
28 Αιμίλιου Λέγρανδ: «Ανέκδοτα έγγραφα περί Ρήγα Βελεστινλή και των συν αυτώι Μαρτυρησάντων» (Μετάφραση: Σπ. Λάμπρου), Εκδοση της Επιστημονικής εταιρείας Μελέτης «Φερών – Βελεστίνου – Ρήγα», Αθήνα 1996 (πρώτη έκδοση 1891), σελ. 165-167
29 Αδαμάντιος Κοραής: «Αδελφική Διδασκαλία», στο «Απαντα τα πρωτότυπα έργα», επιμέλεια Γ. Βαλέτας, εκδόσεις «Δωρικός», τόμος Α1, σελ. 40
30 Τ. Βουρνά: «Ρήγας Βελεστινλής», εκδόσεις «Μπούζας», σελ. 75-76 κ.ά.
31 Δ. Φωτιάδη, στο ίδιο, σελ. 199
 
erodotos.wordpress.com





Ι. Καποδίστριας: “ο φιλήκοος των ξένων είναι προδότης”


11 Ιανουαρίου 1828 ο Καποδίστριας απεβιβάσθη στην Αίγινα. Ο Γ. Τερτσέτης στα «Απόλογα για τον Καποδίστρια» περιγράφει  συνομιλία του Κυβερνήτη με τον Γεωργάκη Μαυρομιχάλη:
«Είναι καιροί πού πρέπει να φορούμε όλοι ζώνη δερματένια και να τρώμε ακρίδες και μέλι άγριο. Είδα πολλά είς την ζωή μου, αλλά σαν το θέαμα όταν έφθασα εδώ εις την Αίγινα δεν είδα τί παρόμοιο ποτέ, και άλλος να μην το ιδή… «Ζήτω ο κυβερνήτης ο σωτήρας μας, ο ελευθερωτής μας!» εφώναζαν γυναίκες αναμαλλιάρες, άνδρες με λαβωματιές πολέμου, ορφανά κατεβασμένα από τις σπηλιές. Δεν ήταν το  Μαυροφορεμένες γυναίκες, γέροντες μου εζητούσαν να αναστήσω τους πεθαμένους τους, μανάδες μου έδειχναν εις το βυζί τα παιδιά τους και μου έλεγαν να τα ζήσω και ότι δεν τους απέμειναν παρά εκείνα κι εγώ και μεδίκαιο μου εζητούσαν όλα αυτά, διότι εγώ ήλθα και σεις με προσκαλέσατε να οικοδομήσω, να θεμελιώσω κυβέρνησιν και κυβέρνησις και ως πρέπει ζει, ευτυχεί τους ζωντανούς, ανασταίνει και αποθαμένους διατί διορθώνει την ζημία του θανάτου και της αδικίας. Δεν ζει ο άνθρωπος, ζει το έργο του, καρποφορεί, αν ο διοικητής είναι δίκαιος, αν το κράτος έχη συνείδησι, ευσπλαχνία, μέτρα σοφίας.
“…Ώς ψάρι εις το δίχτυ σπαράζει είς πολλούς κινδύνους ακόμη ή ελληνική ελευθερία. Μου εδώσατε τους χαλινούς του κράτους. Τίνος κράτους; Μετρούμε είς τα δάκτυλα την επικράτειάν μας. Τ’ Ανάπλι, την Αίγιναν, Πόρο, Ύδρα, Κόρινθο, Μέγαρα, Σαλαμίνα. Ο Ιμπραΐμης κρατεί τα κάστρα και το μεσόγειο της Πελοποννήσου, ο Κιουτάγιας την Ρούμελη, πολλά νησιά βασανίζονται από αυτεξούσιο στρατό καί από πειρατείαν, τα δύο μεγάλα πολεμικά καράβια μας είναι αραγμένα ξαρμάτωτα εις τον Πόρο, η Αθήνα έφαγε πέρυσι τους ανδρειότε-
ρους των Ελλήνων. Που το θησαυροφυλάκιον του έθνους; Ακούω επουλήσατε και την δεκατία του φετεινούέτους πρίν σπαρθή ακόμα το γέννημα, ο τόπος είναι χέρσος, σπάνιοι οι κάτοικοι; σκόρπιοι είς τα βουνά και εις τα σπήλαια. Το δημόσιο είναι πλακωμένο από δυο εκατομμύρια λίρες στερλίνες χρέος, άλλα τόσα ζητούν οι στρατιωτικοί, η γη είναι υποθηκευμένη είς τους Άγγλους δανειστάς, ανάγκη να την ελευθερώσωμε με την ίδιααπόφασι ως την ελευθερώσαμε καί από τα άρματα του Κιουτάγια και του Αιγυπτίου. Δεν λυπούμαι, δεν απελπίζομαι, προτιμώ αυτό το σκήπτρο του πόνου καί των δακρύων παρά άλλο. Ο θεός μου τάδωσε, το παίρνω, θέλει να με δοκιμάση. Είμαι από τη φυλή σας, είς ένα μνήμα μαζί με σας θα θαφτώ, ό,τι έχω, ζωή,περιουσία, φιλίες είς την Ευρώπην, κεφάλαια γνώσεων αποκτημένα από τόσα θεάματα και ακροάματασυμβάντων του κόσμου είς τάς ημέρας μου, τα αφιερώνω είς την κοινήν πατρίδα… Κατεβαίνω πολεμιστής είς το στάδιον, θα πολεμήσω ως κυβέρνησις, δεν λαθεύομαι τον έρωτα των προνομίωνπού είναι φυτευμένες είς ψυχές πολλών, τα ονειροπολήματα των λογιωτάτων, ξένων πρακτικής ζωής, τοφιλύποπτο, κυριαρχικό και ανήμερο αλλοεθνών ανδρών. Η νίκη θα είναι δική μας, αν βασιλεύση είς την ακαρδίαν μας μόνο το αίσθημα το ελληνικό, ο φιλήκοος των ξένων είναι προδότης


ΦΩΣ ΞΑΦΝΙΚΟ ΚΑΙ ΑΚΑΤΑΠΑΥΣΤΟ



  • Η ελληνικότητα συνιστά το πρώτο και βασικό κριτήριο, εκείνο που κατάστησε τα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη ως ένα εθνικό κείμενο.

  • Τα «Απομνημονεύματα» στην ουσία τους αποτελούν ένα σχόλιο πάνω στην ελληνική ιστορία, ένα κεντρικό αποτύπωμα πάνω στην ελληνική σκέψη και τον κεντρικό πυρήνα της.



Υπάρχουν μελετήματα, τα οποία διακρίνονται για την επιστημοσύνη, το ειδικό τους βάρος, ως προς την εξειδίκευση σε τομείς δράσης ανθρώπινης. Αυτά συνιστούν δίχως αμφιβολία τη βιβλιογραφημένη κατοχύρωση της παγκόσμιας γνώσης, όπως αυτή προέκυψε, εξαργυρώθηκε στην κοινωνική καθημερινότητα και τελικά συντονίστηκε μες στα πλαίσια του γραπτού και διαχρονικού λόγου. Σε τούτα βλέπει κανείς την πρόοδο του παγκόσμιου πολιτισμού, σε τούτα αντικρίζει κανείς τα αλματώδη βήματα που σημείωσε ο άνθρωπος στην αιώνια, ιστορική του παρουσία. Και είναι πραγματικά σπουδαίο κατόρθωμα και κεφάλαιο σημαντικό για την παγκόσμια πνευματικότητα η προσαρμογή του αποδεδειγμένου τούτου λόγου στη γλωσσική ποικιλία. Με αυτόν τον τρόπο η γνώση κατοχυρώνεται ως αγαθό, ξεπερνά τους εθνικούς περιορισμούς, μετατρέπεται σε μια πανανθρώπινη κατάκτηση, σε ένα καθεστώς αγαπητό και χρήσιμο, καθίσταται κτήμα του κόσμου όλου και μένει ζωντανή μες στα χρόνια, τους καιρούς και τις περιστάσεις τους.

Πέρα όμως από την παγκόσμια, βιβλιογραφημένη σκέψη, αυτή που αποκτήθηκε ανά τους αιώνες, υπάρχουν και μελετήματα, τα οποία διατηρούν για τα έθνη ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον. Ενσωματώνονται ως διαχρονικές αλήθειες, τρέφουν και συντηρούν τον εθνικό χαρακτήρα, το ειδικό αυτό στοιχείο που διαχωρίζει τους λαούς, σε ένα επίπεδο πολιτιστικό και ιστορικό, υψηλότερο σε σημασία από κάθε εδαφική οριοθέτηση. Η εντοπιότητά τους, η αναγωγή στον εξειδικευμένο ψυχισμό ενός λαού, η ταύτισή τους με σημαντικές, ιστορικές στιγμές, με κατορθώματα ή λαϊκές δοκιμασίες τα καθιστά κοινά, τους προσδίδει μια προφορικότητα αποφθεγματική και έτσι τούτα σώζονται και διδάσκονται με τρόπο φυσικό και σιωπηρό, όπως η ανάσα ή το βάδισμα.

Η ελληνικότητα συνιστά το πρώτο και βασικό κριτήριο, εκείνο που κατάστησε τα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη ως ένα εθνικό κείμενο. Ο Έλληνας στρατηγός με τη λαμπρή και ανιδιοτελή προσφορά του στον αγώνα της απελευθέρωσης δεν θα μπορούσε να φανταστεί πως ο αδόκιμος, τεχνικά λόγος του θα μπορούσε σήμερα να έχει αναδειχτεί σε μια μείζονα διδασκαλία με προεκτάσεις που ξεπερνούν το χρόνο και τα ειδικά νοήματα κάθε εποχής. Ο αγωνιστής που δεν δίστασε να δοκιμαστεί με τον πιο σκληρό τρόπο από τους σφετεριστές της εθνικής προσπάθειας του 1821, κατέγραψε με τον πιο συγκλονιστικό τρόπο όσα βίωσε κατά τη διάρκεια των ετών της προσφοράς του. Ανένδοτος ως προς την αγάπη προς την πατρίδα, βαθύτατα ορθόδοξος και κοινωνός της ανατολικής, ορθόδοξης πίστης, ως κύριο και βασικό στοιχείο της ελληνικής ψυχοσύνθεσης, η αγάπη προς τον άνθρωπο και το αίσθημα το λαϊκό, συνιστούν πέρα από κάθε αμφιβολία την αναβλύζουσα ουσία του έργου του. Έχοντας καταννοήσει την ουσιώδη σημασία της κατοχής της ελληνικής, ως παράγοντα για τη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης, εθνικής συνείδησης, ο Μακρυγιάννης δίνει μες στο έργο του το στίγμα της εποχής του αίματος, αρθρώνει τον πολιτικό του λόγο, θέτει τον άνθρωπο ως επίκεντρο των λογισμών του, πορεύεται μέσα από τις πιο καθαρές ελληνικές οδούς.

Η καταγωγή του απαίδευτου λόγου βρίσκει την αφετηρία του στη σωκρατική διδασκαλία, στην ιστορική καταγραφή του Ηροδότου, στην πρωτοπορία της ιδέας, όπως αυτή ορίστηκε για πρώτη φορά από τον Διονύσιο Σολωμό. Ο Μακρυγιάννης αποτελεί ένα κορυφαίο κρίκο στην αλυσίδα της ελληνικής σκέψης. Η τόλμη του αγγίζει την πιο αγνή ειλικρίνεια, τη μέγιστη πληθωρικότητα, εκείνη που στέκει απαραίτητη για την αναφορά στον ελληνικό ψυχισμό. Δεν πρόκειται για μια άκριτη φλυαρία, μα ούτε και για ματαιόδοξη προβολή της προσφοράς του. Ο Μακρυγιάννης καταθέτει έναν βιωματικό λόγο, του οποίου η λογοτεχνική διάσταση αποκτά μια πολλαπλή σημασία. Η εκφορά του, απλή και ταπεινή, ικανή να φτάσει σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο, αποτελεί μια βαθύτατα θρησκευτική διατύπωση. Μες στη χριστιανική διδασκαλία, με την τραχύτητα και τον ανθρωποκεντρισμό της ο Μακρυγιάννης χωρεί τη δική του ελληνικότητα, την πιο αγνή, αποδεικνύοντας με τούτον τρόπο πως για την ουσία του λόγου του δεν προέχει το περιγραφικό, μήτε το διδακτικό, όσο και αν το τελευταίο ενέχει στα «Απομνημονεύματα» ένα καίριο χαρακτήρα. Ο συγγραφέας καταννοεί την ανάγκη για πνευματική καθοδήγηση. Αντικρίζει με παρρησία τη νέα τάξη των πραγμάτων, διαπιστώνει με ευθύτητα την καταλυτική επίδραση της δυτικής, ορθολογιστικής σκέψης. Και δίχως να στερεί από το κείμενο τη σημασία ή την ισορροπία του παραμένει υποβλητικός με τα παραδείγματά του, απευθύνεται στον πληθυσμό της χώρας με τη σύνεση και την επιχειρηματολογία ενός ανθρώπου σοφού. Ο Μακρυγιάννης αντιλαμβάνεται έγκαιρα το σχηματισμό ενός πλαισίου υγιούς ελληνικότητας και η αντίληψή του ετούτη μεταφράζεται σε ένα ευαγγελικό λόγο. Η ελληνική ψυχή φέρει ως κληροδότημα της ιστορίας το λόγο του Μακρυγιάννη, τον κατέχει, τον αισθάνεται παράφορα. Ακριβώς για το αίσθημα του «ελληνικού», για τη σύλληψή του και όχι για τη σύλληση της ψυχής κάνει λόγο ο ίδιος μες στο κείμενό του.

Η Δύση αποτελεί για τον Μακρυγιάννη έναν παράγοντα εσωτερικής αποσταθεροποίησης. Με το έργο του, το οποίο συνιστά ένα έργο ζωής, ο άνθρωπος αυτός συστήνει ένα πλαίσιο αξιών, κανόνων ηθικών, σιωπηρών με βάση την ορθή αντίληψή του για την τελική έκβαση των πραγμάτων.

«Βασίλειο του Καίσαρα» και «Βασίλειο του Θεού.» Ιδού ο τρόπος με τον οποίο ο Μακρυγιάννης καταδεικνύει την καίρια διάκριση των ανθρώπινων απαιτήσεων. Με αυτόν τον τρόπο ο ίδιος μπορεί να διατυπώσει το λόγο του, έναν λόγο ο οποίος διαφοροποιείται κατά πολύ από τη λογική του «αιτιατού», όπως αυτή υφίσταται ήδη διαμορφωμένη μες στη δυτική σκέψη. Η αναδεικνυόμενη, ανθρώπινη γνώση, αυτή που υποκαθιστά το εξειδικευμένο αίσθημα ενός λαού, το «χακί της μόρφωσης», όπως το ορίζει ο ίδιος συνιστά εκείνο τον παράγοντα που συντρίβει τη λαϊκή επιδίωξη. Τούτο το πνευματικό «πλάτυμα», γράφει ο ίδιος είναι εκείνο που συνθλίβει την ήδη κλονισμένη μα μόνιμα ουσιώδη ελληνικότητα. Διότι για τούτη την εθνική κουλτούρα δεν υφίσταται η αρχική διάκριση της παραγράφου. Το «Βασίλειο του Καίσαρα» ενσωματώνεται μες σε εκείνο του Θεού, όπως αυτό στέκει με την ηθική του δομή, την τραχύτητα και την εσωτερικότητα, την τόσο ειλικρινή. Ο Μακρυγιάννης πιστεύει στη συλλογικότητα, όπως πιστεύει και στην ελευθερία κάθε μορφής ανθρώπινης λειτουργίας. Με το έργο του δεν πασχίζει να πείσει, αυτή, η «πειθώ» αποτελεί μια σκληρή και αδυσώπητη πρακτική. Ο Μακρυγιάννης, όπως και ο Σολωμός, όπως και όλοι όσοι τροφοδότησαν και προίκισαν με ψυχή την ελληνική γλώσσα, συνιστά ένα κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο ξεπερνά τη γλωσσική διαμόρφωση και επεκτείνεται στον ψυχισμό. Αψύς, δίχως τα σαθρά επιχειρήματα ενός λόγου πολιτικού και εκπρόθεσμου, με μια ειλικρινή καταγραφή της πραγματικότητάς του ο Μακρυγιάννης δεν μπορεί να υπομείνει την απώλεια της εθνικής συνείδησης, για εκείνον η προδοσία συντελέστηκε, ο λαός, και όχι ένα άκριτο πια κοινό θα πρέπει να ορίσει εκ νέου τις ηθικές, κοινωνικές και ιστορικές στοχεύσεις του. Δεν πρόκειται για τον επικαιροποιημένο σκεπτικιστή. Ο Μακρυγιάννης καταγράφεται, έχοντας διακρίνει την επερχόμενη αλλαγή και έτσι σπεύδει να προειδοποιήσει για τον κίνδυνο μιας εθνικής καπηλείας. Διάφανος, αυθόρμητος, διορατικός, ευθύς. Οι ιδιότητες αυτές του επιτρέπουν να διακρίνει την ευκαιριακή προσέγγιση, να τη στιλιτεύσει και να αγωνιστεί, μόνος και περιθωριοποιημένος προς μια μάζα με σαφή την έλλειψη της αυτοπεποίθησης, εκείνη που φαίνεται ώριμη για να διεκδικήσει τη θέση της μες στο παγκόσμιο γιγνεσθαι.

Τα «Απομνημονεύματα» στην ουσία τους αποτελούν ένα σχόλιο πάνω στην ελληνική ιστορία, ένα κεντρικό αποτύπωμα πάνω στην ελληνική σκέψη και τον κεντρικό πυρήνα της. Η διαμόρφωση της ελληνικής σκέψης συνιστά ένα ένδυμα, τύπου δυτικού, το οποίο ποτέ δεν ταυτίστηκε με την ειδική «σωματοδομή» του γένους μας. Η λαϊκή συνείδηση δεν αρκέστηκε ποτέ στο δυτικό λογιοτατισμό, εκείνον που δεν πίστεψε ποτέ στην ισχυρή θέληση της πλειοψηφίας. Ο λαός για τον Μακρυγιάννη αποτελεί έναν οργανισμό, ο οποίος σκέφτεται, συλλαμβάνει και πιστεύει με σθένος. Τούτη η πεποίθηση αποτελεί το βασικό απόσταγμα της φιλοσοφίας των «Απομνημονευμάτων.» Ο εορτασμός της επετείου του ελληνικού ξεσηκωμού υπενθυμίζει τις βασικές οδούς της ελληνικής σκέψης. Η λογοτεχνική αξία του έργου του Μακρυγιάννη συνιστά μια πραγματικότητα. Το βαθύτερο νόημά του όμως, αγγίζει μια διαχρονικότητα ανώτερη τούτης της καλλιτεχνικής αξίας. Το ξαφνικό φως της ελληνικής πίστης αποτελεί την κεντρική ιδέα ενός βαθύτατα κοινωνικού σχολίου με διαχρονικές διαστάσεις, ουσιαστικά ελληνικού. Το «εθνικό» κατορθώνει ένα νόημα υψηλότερο. Ο Μακρυγιάννης επέτυχε τούτο σε όλο του το μέγεθος, ορίζοντας εκ νέου το βάθος και το πλάτος της έννοιας αυτής.


Τι σημαίνουν οι λέξεις : Τσολιάς, Εύζωνος, Φέσι, Γιαταγάνι και Καριοφίλι;


Ειδικό αφιέρωμα στην 25η Μαρτίου 1821 (στις τρεις πρώτες σελίδες).
Για περισσότερες πληροφορίες διαβάστε τα free ebooks κλικ εδώ, καθώς και την ειδική στήλη:
Β3. Ελλάδα 1821- 1864, κλικ εδώ

Α. Τι σημαίνουν οι λέξεις : Τσολιάς, Εύζωνος, Φέσι, Γιαταγάνι και Καριοφίλι;
γράφει ο Γιώργος Δαμιανός
 
Ετοιμαζόμαστε για την Εθνική Γιορτή και καλό είναι να φρεσκάρουμε στη μνήμη μας ορισμένες λέξεις των ημερών που έχουν συνδυαστεί με τον πολιτισμό των Ελλήνων, αλλά δεν είναι ελληνικές. Μια απ αυτές είναι και η τούρκικη λέξη Τσολιάς. Προέρχεται από το τουρκικό çul (< αραβικό cull) και σημαίνει το “κουρέλι”, “το παλιόρουχο”. Κατά το λεξικό του Μπαμπινιώτη: “φαίνεται ότι η λέξη είχε αποδοθεί μειωτικά στους κλέφτες και τους αρματολούς (από τους Τούρκους) επειδή η φουστανέλα ήταν ραμμένη από πολλά μικρά κομμάτια υφάσματος). Η λέξη τσολιάς είναι ομόρριζη με τη λέξη τσόλι και τσούλι… για περισσότερα διαβάστε εδώ
Η λέξη τσαρούχια είναι και αυτή τουρκικής προέλευσης < çaruk και προσδιόριζε το σανδάλι με την πέτσινη σόλα. Στην πραγματικότητα το τούρκικο “Charoq” ήταν  σανδάλι με δερμάτινη σόλα και μακριά λουριά , τα οποία δένονταν στο πόδι μέχρι το γόνατο.
Το γιαταγάνι ήταν είδος σπαθιού, Συγκεκριμένα ήταν  το πλατύ και κυρτό σπαθί των Οθωμανών, κυριολεκτικά σημαίνει: «αυτό που σε ξαπλώνει, ή σε κοιμίζει» .

Αντίθετα με ότι πιστεύουν οι περισσότεροι το Φέσι δεν είναι Τουρκικής προέλευσης. Η πρέλευση του είναι από την πόλη Φες (εξ ου και το όνομα) ή Φεζ (αραβ. فاس Fās, γαλλ. Fès) του  Μαρόκου… για περισσότερα διαβάστε εδώ

Η λέξη καριοφίλι, αντίθετα, είναι, μάλλον, Ιταλική (αν και υπάρχουν βάσιμες ερμηνείες για την ελληνική τη καταγωγή). Στις αρχές του 1800 τα καλάσνικοφ της εποχής ήταν τα φημισμένα όπλα της Ιταλικής εταιρείας “Carlo e Figli” (: Κάρλο και υιοί). Αυτό το “Κάρλο ε φίλιοι”, οι Έλληνες το πρόφεραν ως καριοφίλι και έτσι και έμεινε στο ελληνικό λεξιλόγιο και υμνήθηκε από τη Δημοτική και Λόγια ποίηση. Πάντως, ο Βαλαωρίτης δίνει μια διαφορετική εξήγηση «Ωνομάσθησαν ούτω, διότι έφερον κεχαραγμένον εν κυκλοειδή ζώνη το ομώνυμον εύοσμον φυτόν όπερ καλούμεν καρυοφίλλι».  Ο Λεβίδης, από την άλλη,  το συσχετίζει με τη  λέξη “φυλλοκάρδι”… για περισσότερα διαβάστε εδώ

Β. Πώς και πότε γιορτάστηκε για πρώτη φορά η 25η  Μαρτίου

 

α) Γιορτάστηκε το 1838 με πρωτοβουλία του Δημάρχου, ενώ η Κυβέρνηση δεν εκπροσωπήθηκε επίσημα. β) Ο Όθων ήταν αντίθετος να συνδυαστεί η επανάσταση με την εκκλησιαστική γιορτή του Ευαγγελισμού. γ) Το παλάτι δεν επιθυμούσε έξοδα γιορτές την εποχή που οι Αγωνιστές δεν είχαν να φάνε. δ) Το “υπερθέαμα”: εκατοντάδες νέοι με δαδιά ή λαδοφάναρα σχημάτισαν το “εν τούτω Νίκα” στο Λυκαβηττό, ενώ οι θεατές παρακολουθούσαν αποσβολωμένοι. ε) Λέγεται ότι για την πρώτη γιορτή της 25ης Μαρτίου δαπανήθηκε μέρος των χρημάτων, που προοριζόταν για την ανέγερση του Πανεπιστημίου.


Η   25η Μαρτίου, ως ημέρα της εθνικής παλιγγενεσίας, γιορτάστηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα του 1838 και από τότε καθιερώθηκε με θρησκευτική ευλάβεια σε όλο το πανελλήνιο. Η καθιέρωση της εορτής οφείλεται στην επιμονή και το πείσμα του  Δημάρχου της Αθήνας Δημ. Καλλιφρονά ( 1805 – 1879) [1]. Ο Δήμαρχος ήρθε σε ρήξη με τη βαυαρική διοίκηση και συγκεκριμένα με το Υπουργείο των Εσωτερικών το οποίο δεν επιθυμούσε  έξοδα για γιορτές, όταν οι αγωνιστές δεν είχαν να φάνε. Κατά μία άλλη εκδοχή το Παλάτι, μάλλον, δεν επιθυμούσε να συνδέσει την εθνική εορτή με την Ορθοδοξία, για να μη δώσει την ευκαιρία στην Εκκλησία να καπηλευτεί την επανάσταση των Ελλήνων. Τελικά, ο Δήμαρχος θα οργανώσει μόνος του [2] τον εορτασμό και εκ του αποτελέσματος κατάφερε να δώσει  πανηγυρική ατμόσφαιρα, που ευχαρίστησε τους 17.000 Αθηναίους, οι οποίοι κατοικούσαν, τότε, στην πρωτεύουσα. Συγκεκριμένα, σημαιοστόλισε την πόλη και καθάρισε τις (λιγοστές) πλατείες. Ο εορτασμός άρχισε την παραμονή το βράδυ με 21 κανονιοβολισμούς. Και την άλλη μέρα, Παρασκευή πρωί, ανήμερα του Ευαγγελισμού, η Αθήνα ξύπνησε με 21 νέους κανονιοβολισμούς. Αριθμός συμβολικός , που συνδυάζεται με το ’21 της επαναστασης. Άρχισαν, έπειτα, να χτυπούν πανηγυρικά οι καμπάνες των εκκλησιών.
Το πρωί, της 25ης Μαρτίου 1838, εψάλη δοξολογία στον, τότε,  Μητροπολιτικό Ναό της Αγίας Ειρήνης (στην οδό Αιόλου), στην οποία,  και μόνο εκεί, παραβρέθηκε και ο Όθων ντυμένος με την παραδοσιακή φουστανέλα. Το απόγευμα οργανώθηκε από το Δήμο χορός στην πλατεία των παλαιών Ανακτόρων στον οποίο συμμετείχαν όλοι οι νέοι της πόλης ανεξάρτητα από την κοινωνική τους τάξη και τους παρακολούθησαν πολλοί από τους Αγωνιστές του 1821. Τη  νύχτα ο Δήμαρχος, πάντα, φωταγώγησε με λαδοφάναρα[3] τους κεντρικούς δρόμους και την Ακρόπολη.
Τέλος, οι Αθηναίοι έμειναν αποσβολωμένοι από το υπερθέαμα, όταν αντίκρισαν στο Λυκαβηττό φαναράκια που τα κρατούσαν νεολαίοι της εποχής και σχημάτιζαν ένα τεράστιο  φωτεινό σταυρό με τις λέξεις «Εν τούτω Νίκα»[4]. Έτσι, το 1838 γιορτάστηκε για πρώτη φορά η 25 Μαρτίου, ως μέρα μνήμης των Ελλήνων Αγωνιστών του 1821. Και τούτη η γιορτή έγινε με γκρίνια, με διαφωνίες και με πλουσιοπάροχη μεγαλοπρέπεια (ενώ χρήματα δεν υπήρχαν), κατά την πατροπαράδοτη συνήθεια μας. Οι κακές γλώσσες λένε ότι για τη γιορτή ετούτη δαπανήθηκε μέρος των χρημάτων, που προοριζόταν για την ανέγερση του Πανεπιστημίου.
σημειώσεις
[1] Δημ. Λαμπίκη, τα 100 χρόνια του Δήμου Αθηναίων, 1938, σελ. 43

[2] Στους ιστορικούς μελετητές είναι γνωστό το κείμενο του “διατάγματος” 980/1838 που καθιέρωνε τη μεγάλη εθνική εορτή, αλλά το κείμενο τούτο κυκλοφόρησε μόνο στον Τύπο και δε δημοσιεύτηκε ποτέ στην εφημερίδα  της Κυβέρνησης (συνεπώς δεν πρόκειται για Διάταγμα). Το κείμενο έχει ως εξής: «Επί τη προτάσει της Ημετέρας επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματείας, θεωρήσαντες ότι η ημέρα της 25ης Μαρτίου, λαμπρά καθ’ εαυτήν εις πάντα Έλληνα, διά την εν αυτή τελουμένην εορτήν του Ευαγγελισμού της Υπεραγιας Θεοτόκου, είναι προσέτι λαμπρά και χαρμόσυνος, διά την κατ’ αυτήν έναρξιν του υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος του Ελληνικού Έθνους, καθιερούμεν την ημέραν ταύτην εις το διηνεκές ως ημέραν Εθνικής Εορτής και διατάττομεν την διαληφθείσαν Γραμματείαν να δημοσίευση και ενεργήση το παρόν Διάταγμα».
[3]Είναι αξιοσημείωτο να τονιστεί ότι τότε η πρωτεύουσα, φωτιζόταν με 70 – 80 λαδοφάναρα του Δήμου και όταν φυσούσε δυνατός άνεμος έσβηναν όλα. Για να περιοριστούν τα περιττά έξοδα (για το φωτισμό ο Δήμος δαπανούσε το 5% του προϋπολογισμού του) κατά τις νύχτες με φεγγάρι, άναβαν μόνο τα 20-25 λαδοφάναρα.
[4] αναφέρεται και στους στίχους του Παν Σούτσου:” και αστήρ εν τούτω νίκα/ επεφάνη φωτεινός…”

Υπήρξε ή δεν υπήρξε κρυφό σχολείο / ασαφής ο ρόλος της εκκλησίας;



γράφει  ο Δημήτρης Σταθακόπουλος

« Υπήρξε ή δεν υπήρξε κρυφό σχολείο / ασαφής ο ρόλος της εκκλησίας ; »

Πιστεύω ότι η όλη συζήτηση εδράζεται επί λάθους βάσεως.

Για να διαπραγματευτείς ένα ιστορικό θέμα πρέπει να διακρίνεις την χρονική περίοδο που σ’ ενδιαφέρει , καθώς και τον τόπο και κυρίως να μην κάνεις ιστορικούς αναχρονισμούς, δηλαδή να αναγάγεις γεγονότα του τότε στο σήμερα και κυρίως να μην τα κρίνεις με την ασφάλεια της γνώσης που σου δίνει η ιστορική καταγραφή του παρελθόντος ή η ιδεολογία σου, διότι τότε χάνεται ο αυθορμητισμός , δεν μπορείς να ταυτιστείς αγνά με το γεγονός (μπαίνοντας σε μια μηχανή του χρόνου ) , σαν να ήσουν μέρος του και κρίνοντας υποκειμενικά , είτε ωραιοποιείς, είτε απορρίπτεις γεγονότα οδηγούμενος σε λάθος ή κατευθυνόμενα ιδεολογικά συμπεράσματα.

Για να μιλήσει κάποιος εν προκειμένω για την οθωμανική περίοδο, πρέπει αρχικά να οριοθετήσει το χρονικό διάστημα που τον ενδιαφέρει από το έτος 1280 έως το 1920 περίπου, δηλ. κάπου 700 χρόνια και να έχει πρόσβαση στις πηγές !!! Μετά να οριοθετήσει τον τόπο , δηλ. Ανατολή ή Βαλκάνια και στην συνέχεια να δει ποιος σουλτάνος διοικούσε στο διάστημα που τον ενδιαφέρει και ποιος τοπάρχης ειδικά στην περιοχή που θέλει να ερευνήσει και αυτό γιατί η 700χρονη οθωμανική αυτοκρατορία δεν είναι μια ενιαία περίοδος , έχει τεράστιες διαφοροποιήσεις ακμής και παρακμής και κυρίως διοικητικές διαφορές.

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι η γνώση των δομών του Οθωμανικού ( οσμανικού ) κράτους. Ο μόνος που έχει γράψει 2τομο έργο ( + 1 τόμο σε πανεπιστημιακές σημειώσεις ) στην Ελλάδα με θέμα: « Οι δομές του οσμανικού κράτους» ( *εκδ. Αρσενίδης ) ήταν ο καθηγ. Νεοκλής Σαρρής ( που γνωρίζε τα τούρκικα σαν μητρική γλώσσα).

Το εκπαιδευτικό σύστημα των Οσμανλίδων, ποικίλει ανά αιώνα ( σχεδόν ) και ανά σουλτάνο. Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα χωρίζοντας σε μουσουλμανικά, χριστιανικά ( ορθόδοξα, καθολικά, αρμένικα ) και εβραϊκά και ανήκαν καθ’ ολοκληρίαν στις αντίστοιχες εκκλησιαστικές τους Αρχές οι οποίες τα επόπτευαν. Είχαν ιδρυματική ( βακουφική ) , ιδιωτική μορφή και συντηρούντο από ίδια κεφάλαια, τα οποία εάν δεν είχαν , έκλειναν . Οι δάσκαλοι μάθαιναν ιερατικά κυρίως γράμματα στους σπουδαστές και πληρώνονταν από αυτούς. Δεν υπήρχε δημόσιο ενιαίο, ούτε υποχρεωτικό πρόγραμμα σπουδών, ούτε η μαθητεία σ’ αυτά ήταν υποχρεωτική για τους μαθητές , με αποτέλεσμα να φοιτά σ΄ αυτά το πολύ το 10% του νεανικού πληθυσμού. Το υπόλοιπο 90% του πληθυσμού ήταν αναλφάβητο! Σημειωτέον ότι ο Θεόφιλος Κορυδαλλεύς, σε όλη την καθηγητική 40χρονη πορεία του « έβγαλε» μόνον ελάχιστους μαθητές/ αποφοίτους στην Μεγ. του Γένους Σχολή.

Η παιδεία ( εκπαίδευση ) ήταν προνόμιο και όχι δικαίωμα. Αυτό σημαίνει ότι όποτε ήθελε ο εκάστοτε σουλτάνος , ή τοπάρχης αφαιρούσε το προνόμιο της εκπαίδευσης ( παιδείας ) και όποτε ήθελε το επανέφερε. Αυτό δημιουργούσε πλέον των άλλων και μια ασυνέχεια στην εκπαίδευση και ο μαθητής τα παρατούσε.

Συχνά όμως, σε περιοχές που είχαν το προνόμιο και τα οικονομικά μέσα να πληρώνουν δάσκαλο και να συντηρούν ένα οίκημα – σχολείο με μια βιβλιοθήκη (συνήθως κληροδότημα ) τούτο τους αφαιρείτο και τα παιδιά ( μαθητές ) αναγκαζόντουσαν να βλέπουν το δάσκαλό τους « στα κρυφά » και μάλιστα σε όποιο «μυστικό/ κρυφό» χώρο μπορούσαν . Αυτό συνέβαινε γιατί παραβίαζαν διοικητική εντολή και εάν ανακαλύπτονταν θα είχαν βαριές συνέπειες. Ο δάσκαλος ίσως και σε θάνατο.

Απ’ αυτές λοιπόν τις περιπτώσεις, που δεν ήταν λίγες , ούτε σπάνιες , προέκυψε το θέμα, – για άλλους μύθος -, του «κρυφού σχολειού».

Επομένως υπήρχε σχολείο στην οθωμανική περίοδο, αλλά ήταν «ιδιωτικό» αυτοσυντηρούμενο και όχι υποχρεωτικό, με συνέπεια τα σχολεία να είναι λίγα.

Η παιδεία ήταν προνόμιο και όχι δικαίωμα, τα δε παιδιά είναι ζήτημα εάν έφταναν την 3η δημοτικού ( όπως θα λέγαμε σήμερα ) , συνεπικουρουμένου του γεγονότος των μεγάλων αποστάσεων που έπρεπε ενδεχομένως να διανύουν, με συνέπεια πάνω από το 90% του συνολικού πληθυσμού της αυτοκρατορίας να είναι αναλφάβητο, έχοντας μόνον κοινωνική εκπαίδευση, ή τεχνική, ή καλλιτεχνική , ή μουσική ( βλ. Δημ. Σταθακόπουλου, η συμβολή των ρωμιών στη μουσική της αυλής του σουλτάνου – Πάντειο πανεπ. 2009 ), αφού συν τοις άλλοις τις περισσότερες φορές το προνόμιο λειτουργίας τους, το αφαιρούσαν .

Εν κατακλείδι, οι όψιμοι αρνητές ας ξαναδούν τις πηγές και να προσέξουν ιδιαιτέρως, τον χρόνο , τον τόπο, τον σουλτάνο και τον τοπάρχη που τους ενδιαφέρει πριν οδηγηθούν σε λάθος στρογγυλεμένα απορριπτικά συμπεράσματα. Ναι μεν παιδεία, αλλά …..!!!

Ο Αναστάσιος Ν. Γούδας, «διδάκτωρ της ιατρικής, ιππότης
του τάγματος του αγίου Στανισλάου, μέλος διαφόρων επιστημονικών και φιλανθρωπικών εταιριών
», στον β’ τόμο του περίφημου έργου του «Βίοι παράλληλοι των επί της Αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών», όπου πραγματεύεται περί «Παιδείας» (εν Αθήναις 1870, σελ. κε’ κ.εξ.) γράφει:

«Σμικρόν κατά σμικρόν η διδασκαλία μετεφέρθη από των σκητών και των σπηλαίων εις τους νάρθηκας των εκκλησιών, ένθα και σήμερον έτι διδάσκουσιν εν τισι των υπό την Τουρκία ελληνικών χωρών. Τα δημόσια σχολεία τότε ήσαν παντελώς κατηργημένα· μόνον εν τοις Πατριαρχείοις της Κωνσταντινουπόλεως και εν αποκέντρω τινί πόλει διετηρήθησαν, ως λέγεται, ατελείς τινες σχολαί· ανώτερα δε εκπαιδευτήρια δεν εδύναντο να συστηθώσι, λέγει ο Γιακωβάκης Ρίζος Νερουλός «ειμή υπό τον τίτλον επανορθωτικά καταστήματα MAISON DE CORRECTION». Ούτω δε μόλις εδυνήθησαν οι άνδρες εκείνοι να διατηρήσωσιν εν τη Ανατολή άσβεστον τον λύχνον της παιδείας… «Παναγιώτης δε ο Νικούσης και ο
διάδοχος αυτού Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, λέγει Γιακωβάκης Ρίζος ο Νερουλός,
κατώρθουν να λαμβάνωσιν άδειαν συστάσεως σχολείων εις διαφόρους πόλεις της τε Ευρωπαϊκής Τουρκίας και της Μικράς Ασίας και απεστόμουν τους κατά τόπους διοικητάς Τούρκους οτέ μεν δια δώρων, οτέ δε δια της ισχύος των παρά τοις υπουργοίς του Σουλτάνου». Αλλά σχολεία διατηρούμενα μόλις δια δωροδοκίας και δια της εμπνεύσεως φόβου, δεν ήτο δυνατόν να παρέξωσιν εις το έθνος και μεγάλους άνδρας· άπορον μάλιστα είναι πως εμορφώθησαν και τινες, ικανοί να διδάσκωσι τα καλά γραμματικά, και να διατηρώσιν ούτως άσβεστον τουλάχιστον την λυχνίαν της παιδείας».


Αδ.Κοραής 1801, «Σάλπισμα Πολεμιστήριον» σελ. 15.

Μία ενδιαφέρουσα έρευνα στα πλαίσια της δρ διατριβής του έκανε ο κ.Ευαγγ. Τσιανάκας στο Τμήμα φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής της Φιλοσοφικής σχολής του ΑΠΘ αναφορικά με τα οθωμανικά ( μουσουλμανικά ) σχολεία της Πελοποννήσου από τα τέλη του 17ου αι. μέχρι τις αρχές του 19ου, η δε έρευνά του βασίστηκε σε οθωμανικές πηγές και στις ταξιδιωτικές περιγραφές του Τούρκου περιηγητή Evliya Çelebi (1611-1681), ο οποίος περιηγήθηκε τον Μοριά το έτος 1667, περιγράφοντας λεπτομερώς τους τόπους που επισκέφτηκε., ενώ όπως αναφέρει ο κ. Τσιανάκας, έχει εξακριβωθεί (Δημητριάδης, 1973) ότι πολλές φορές οι πληροφορίες που μας παρέχει είναι ανακριβείς ή χαρακτηρίζονται από υπερβολή, ιδιαίτερα όταν γίνεται αναφορά σε αριθμητικά δεδομένα. Στις ταξιδιωτικές περιγραφές των Ευρωπαίων υπάρχουν επίσης κάποιες αναφορές, οι οποίες, ωστόσο, δεν θεωρούνται από μόνες τους αξιόλογες. Για την απόκτηση των σχετικών πληροφοριών καταλληλότερες πηγές θεωρούνται οι οθωμανικές αρχειακές πηγές, οι οποίες μερικές φορές αναφέρονται στην ανέγερση ή την ανακαίνιση  ενός μουσουλμανικού σχολείου ή στην τοποθέτηση ενός δασκάλου (müderris) σε έναν μεντρεσέ (medrese: ιεροσπουδαστήριο). Στη συγκεκριμένη περίπτωση τα στοιχεία τα οποία έχουμε στη διάθεσή μας δίνουν σε ικανοποιητικό βαθμό την γενική εικόνα της οθωμανικής εκπαίδευσης στην τουρκοκρατούμενη Πελοπόννησο. Αναφέρει λοιπόν ο κ. Τσιανάκας:

« Η επίσκεψη του Evliya Çelebi στην Ελλάδα περιλαμβάνεται στον όγδοο τόμο του «Οδοιπορικού». Ο εν λόγω τόμος εκδόθηκε το 1928 στην Κωνσταντινούπολη από την «Τουρκική Ιστορική Εταιρεία» με επιμέλεια του Kisli Risat Bilge. Ο Evliya Çelebi επισκέφτηκε την Πελοπόννησο το 1667. Από τις πόλεις της Πελοποννήσου πρώτη επισκέφτηκε την Κόρινθο, στη συνέχεια τα Καλάβρυτα, τη Βοστίτσα (Αίγιο), το Καστέλι, την Πάτρα, τη Γλαρέντζα (Κυλλήνη), το Χλεμούτσι, τη Γαστούνη, το Φανάρι, το Ναβαρίνο, τη Μεθώνη, την Κορώνη, την Καλαμάτα, την Ανδρίτσαινα, την Καρύταινα, το Λεοντάρι, το Λογκανίκο, τον Μυστρά, την Τσακωνιά, τη Μονεμβασία, την Τριπολιτσά, το Άργοςκαι ολοκλήρωσε την περιοδεία του, φτάνοντας στην πόλη του Ναυπλίου(Δημητριάδης, 1973)

Από τις πηγές προκύπτει ότι, τα πρωτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα βρίσκονταν γενικά είτε μέσα είτε κοντά στο μουσουλμανικό τέμενος της κοινότητας. Οι άνθρωποι τα αποκαλούσαν είτε  “mahalle  (γειτονιά)” είτε  “sıbyan“  (μαθητής) mektebi (σχολεία της γειτονιάς ή Δημοτικά Σχολεία)Ιδρύονταν συχνά από ένα βακούφι (vakıf: ευσεβές ίδρυμα) και από κληροδοτήματα σημαντικών προσωπικοτήτων του κράτους ή αξιοσέβαστων πολιτών της τοπικής κοινωνίας.

Οι δαπάνες, ειδικά αυτές της μισθοδοσίας των δασκάλων, πληρώνονταν από τις χορηγίες των βακουφιών. Σύμφωνα με τη μουσουλμανική πρακτική  τα σχολείαsıbyan (Δημοτικά Σχολεία)ή της κοινότητας  ακολουθούσαν μια ενιαία μεθοδολογία διδασκαλίας: οι μαθητές διάβαζαν απλά το Κοράνι στην αυθεντική αραβική γλώσσα, χωρίς μετάφραση και χωρίς κατανόηση ή ερμηνεία του κειμένου. Μόνον ορισμένα τελετουργικά επίκλησης διδάσκονταν στην τουρκική γλώσσα. Κάποια βακουφικά σχολεία, ανάλογα με το βαθμό ευημερίας της κοινότητας, παρείχαν τον ιματισμό, τα τρόφιμα και κάποιο χρηματικό ποσό στους μαθητές.

Στα σχολεία οι μαθητές κάθονταν γονατιστοί στο πάτωμα, που ήταν καλυμμένο με χαλιά ήτάπητες, ή στα μαξιλάρια καθισμάτων που έφερναν από τα σπίτια τους. Τα βιβλία τοποθετούνταν σε χαμηλά τραπεζάκια, τα αποκαλούμενα  “rahle-i tedris”  (γραφεία μελέτης), για την ανάγνωση. Οι μαθητές επαναλάμβαναν και απομνημόνευαν τα μαθήματα που ορίζονταν από το δάσκαλο. Η φυσική τιμωρία, το ράπισμα των χεριών των κοριτσιών και το κτύπημα των ποδιών των αγοριών, ήταν ο κανόνας παρά η εξαίρεση. Κατά την έναρξη του νέου σχολικού έτους ήταν μέρος του τελετουργικού η εξής φράση του γονέα προς το δάσκαλο παρουσία του παιδιού: η σάρκα δική σου, τα κόκκαλα δικά μου! Ο δάσκαλος εξουσιοδοτούνταν έτσι να τιμωρεί το παιδί με κάθε τρόπο, όταν έκρινε ότι άρμοζε.

Οι Οθωμανοί ενδιαφέρθηκαν επίσης για τη βαθύτερη γνώση της κλασικής ισλαμικής παιδείας. Για το σκοπό αυτό ιδρύθηκαν σε πολλές πόλεις μεντρεσέδες (medrese), οι οποίοι αποτελούσαν τμήματα   των  μεγάλων μουσουλμανικών τεμενών  και συντηρούνταν από τα Βακούφια. Οι  μεντρεσέδες ήταν ένα είδος «κολεγίου» για τη συστηματική μελέτη των ισλαμικών επιστημών, ιδιαίτερα της ισλαμικής νομολογίας και του Κορανίου απ’ όπου έβγαιναν οι ανώτεροι κληρικοί/ νομικοί Ulema. Ταυτόχρονα,  διδάσκονταν και ορισμένα «βοηθητικά μαθήματα», όπως π.χ. η αραβική γραμματική και φιλολογία, η γνώση των οποίων βοηθούσε στην κατανόηση των ιερών και νομικών κειμένων, αλλά και οι αποκαλούμενες “ξένες επιστήμες,” όπως η φιλοσοφία και η ιατρική, που αποτέλεσαν επίσης μέρος της εκπαίδευσης» . 

Μετά τα παραπάνω, και την τόσο εμπεριστατωμένη έρευνα του κ. Τσιανάκα, εύκολα γίνεται κατανοητό, πως κάποιοι ερευνητές που δεν γνωρίζουν καν τούρκικα και τα αρχεία, την δε Πόλη τα ξέρουν μόνο για «εκδρομή», μάλλον μπερδεύουν τα εδώ κι’ εκεί σπαρμένα οθωμανικά ιεροσπουδαστήρια που λειτουργούσαν με ιδιωτικούς ( βακουφικούς ) πόρους και έβαζαν ελάχιστους αποφοίτους ( όσους χρειαζόταν η διοίκηση και μόνον ), με τα εδώ κι’ εκεί αντιστοίχως ελάχιστα σπαρμένα ελληνικά «ιεροσπουδαστήρια» που είτε έβγαζαν τους μελλοντικούς κληρικούς , είτε τους ενταγμένους εντός της εκκλησίας κοσμικούς , κι’ αυτό όχι γιατί είχαν δικαίωμα ( ήταν ανακλητό προνόμιο ), αλλά γιατί είχαν δωροδοκήσει γι’ αυτό ! συν το γεγονός πως τα σχολεία ήταν ελάχιστα και σε μακρινές αποστάσεις και φυσικά τα παιδιά δεν μπορούσαν να μεταβούν σ’ αυτά ( λόγω αδυναμίας καλύψεως των εξόδων τους από τους γονείς τους ) , εκτός και τα αναλάμβανε κάποιος ευκατάστατος τρίτος ως χορηγός/ ανάδοχος , ή τα έστελναν στα Επτάνησα ή την Ευρώπη . Οι υπόλοιποι ( ο πολύς πληθυσμός ) χριστιανοί και μουσουλμάνου βασικά ήταν αγράμματοι , με την εξής διαφορά: Οι μουσουλμάνοι αν ήθελαν και μπορούσαν να μάθουν «ιερά» γράμματα το έκαναν ελεύθερα, ενώ υπερηφανεύονταν για την γνώση τους, αντιθέτως οι χριστιανοί δεν είχαν αυτό το δικαίωμα, αλλά μόνον το ανά πάσα στιγμή ανακλητό προνόμιο, καθώς και ελάχιστα απομακρυσμένα από τα χωριά τους βακουφικά σχολεία ( γεγονός αποτρεπτικό να παρακολουθήσουν , π.χ Σοπωτό Καλαβρύτων όπου δίδαξε και ο Ηλ. Μηνιάτης ), συν το ότι όταν το προνόμιο ανακαλείτο, έπρεπε να πηγαίνουν «κρυφίως» σ’ αυτά, ενώ επ’ουδενί υπερηφανεύοντο πως ‘ξέραν «γράμματα» , γιατί εύκολα αυτό εκλαμβανόταν ως «έπαρση/ εξυπνακισμός» και λόγω «παρεξήγησης» συχνά κινδύνευε η ζωή τους !!! Ποιος μάθαινε «γράμματα» σε μουσουλμάνους και/ ή χριστιανούς ; Κυρίως , οι ιερείς των δογμάτων τους.

Όσο και να θέλει κανείς , δεν μπορεί να αρνηθεί την μεγάλη προσφορά της Εκκλησίας για την διατήρηση της αυτοσυνειδησίας του Γένους και την αναζήτηση της ελευθερίας καθ’ όλη την διάρκεια της δουλείας.

Βεβαίως, υπάρχουν μονίμως εκείνοι που αρνούνται την προσφορά των Κληρικών, πολύ δε περισσότερο των Αρχιερέων, κατά τον αγώνα του 1821 η την υποτιμούν, παρότι υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για την προσφορά τους και ειδικά των Αρχιερέων, εκτός του χαμηλού κλήρου.

Ο Charles Frazee στο βιβλίο του «Ορθόδοξος Εκκλησία και ελληνική ανεξαρτησία 1821-1852», μεταξύ των άλλων καταγράφει την άποψη που είχαν οι Τούρκοι για τις ενέργειες των Αρχιερέων, γι’ αυτό και τους φυλάκιζαν, όπως διασώζεται στο υπόμνημα του Pisani, που ήταν Βρετανός δραγουμάνος: «Πρέπει να μην ξεχνάμε ότι η τουρκική κυβέρνηση θεωρεί πως ο ελληνικός Κλήρος είναι η πραγματική αιτία της εξεγέρσεως των Ελλήνων υπηκόων της Τουρκίας» . Αυτό ακούστηκε στον ΣΚΑΙ, αλλά επί της αρνητικής λογικής πως οι ιερείς ήταν « μουτζαχεντίν» που ήθελαν να κάνουν θρησκευτικές εκκαθαρίσεις μουσουλμάνων !!!

Ο Ch.Frazee αποδεικνύει, με βάση τις πηγές και άλλες μαρτυρίες, ότι κατά τον καιρό της Επαναστάσεως σε ολόκληρο το Οθωμανικό κράτος υπήρχαν 195-200 Αρχιερείς. Από αυτούς αποδεδειγμένα οι 81 είχαν μυηθεί στην Φιλική Εταιρεία, χωρίς να υπολογισθούν και οι άλλοι που τυχόν ήταν Φιλικοί, αλλά δεν έχουμε επίσημες μαρτυρίες. Επίσης, αποδεικνύει ότι από τους 200 Αρχιερείς οι 73, ποσοστό 36,5%, έλαβαν ενεργό μέρος στον αγώνα «επώνυμα και αδιαμφισβήτητα», οι 42 Αρχιερείς, ποσοστό 21,0%, ταλαιπωρήθηκαν, φυλακίσθηκαν και βασανίσθηκαν, 45 Αρχιερείς, ποσοστό 22,5%, «θυσιάσθηκαν για την ελευθερία, είτε από βασανιστήρια και θανατώσεις των Τούρκων, είτε σε πολεμικές συρράξεις», το δε συνολικό ποσοστό αυτών που συμμετείχαν ενεργώς στον αγώνα ανέρχεται στο 80%.

Ό «αφορισμός» δεν ήταν αποτέλεσμα της βουλήσεως του « ελεύθερου πολιορκημένου » Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’ ( παπάς κρεμάμενος έγραφε κι’ απόγραφε όπως λέει η λαϊκή παροιμία ) , ούτε καν των Συνοδικών Αρχιερέων, αλλά ήταν απόφαση μιας μεγάλης Κληρικολαϊκής Συνελεύσεως, που αποτελείτο από 72 εγκρίτους Ρωμιούς της Πόλης, εκ των οποίων οι 49 ήταν λαϊκοί και οι 23 Κληρικοί – Αρχιερείς. Στην Κληρικολαϊκή αυτή σύναξη αποφασίστηκε, οι μεν λαϊκοί να υποβάλλουν αναφορά αποκηρύξεως της επαναστάσεως και δήλωση υποταγής, οι δε Κληρικοί να συνθέσουν την πράξη του αφορισμού που τους ζητήθηκε από την Υψηλή Πύλη ( Bab-i Humayun ) και αυτό, βέβαια, για να καθησυχάσουν τους Τούρκους, επειδή οι συνθήκες ήταν τραγικές για τους κατοίκους της Κωνσταντινουπόλεως, που απειλούντο με σφαγή. Ο αφορισμός αυτός, εκτός του ότι δεν εξεδόθη με τις απαραίτητες προϋποθέσεις του Κανονικού δικαίου , συγχρόνως το πρώτο κείμενό του είναι διατυπωμένο σε έγκλιση ευχετική ευκτική («αφωρισμένοι υπάρχειεν»), στο δε δεύτερο «αφοριστικό» κείμενο από τους 12 ρηματικούς τύπους, οι 8 είναι σε έγκλιση ευχετική ευκτική, οι 3 σε έγκλιση προστακτική και μόνο 1 σε έγκλιση οριστική, αλλά και σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι διατυπωμένο σε δεύτερο πρόσωπο ενικού η πληθυντικού αριθμού. Δηλ. για όσους ξέρουν ακόμα ελληνικά « ήξεις αφήξεις» και αοριστολογίες για να ρίξουν «στάχτη στα μάτια», να γλυτώσουν τις σφαγές, αλλά και οι απομακρυσμένοι από την Πόλη επαναστάτες ( Μολδοβλαχία και Μοριά ) να λάβουν το μήνυμα πως ο αφορισμός είναι «ψεύτικος» και να ξεκινήσουν την επανάσταση χωρίς ηθικές/ θεολογικές αναστολές.

Συμπέρασμα: Η επιχειρούμενη υποχώρηση της θρησκευτικότητας σε μια σειρά από χώρες της Δύσης συμβαδίζει με τη θυελλώδη άνοδο του θρησκευτικού φανατισμού σε άλλες , όπου ένας συμψηφισμός θα κατέγραφε μάλλον άνοδο της θρησκείας. Παρά όμως την αποκαθήλωση της θρησκευτικότητας στις χώρες της δύσης, τελικά δεν εξέλιπε η εξουσία κάποιας μορφής «λατρείας». Τα παραδοσιακά ιερατεία έδωσαν τη θέση τους στους «μικρούς θεούς» των εργαστηρίων, στους «ιερείς» της τεχνοκρατίας, στους γκουρού της ιδιοτέλειας, της απληστίας, στους πανίσχυρους οίκους αξιολόγησης και τοκογλύφους αδύναμων χωρών !!!

*Γενικά για την οθωμανική εκπαίδευση βλ.: Andreas Kazamias, Education and the quest for modernity in Turkey, Chicago: The University of Chicago Press, 1966, Yahya Akyüz, Türk eğitim tarihi, başlangιçtan 1999’a (Ιστορία της τουρκικής εκπαίδευσης, από τις αρχές ως το 1999), Αlfa, Κωνσταντινούπολη, 1999.Hasan Akgündüz, Klasik dönem Osmanlı medrese sistemi: amaç – yapı – işleyiş [Το σύστημα των οθωμανικών μεντρεσέδων της κλασικής περιόδου: σκοποί – κτίρια - λειτουργία], Κωνσταντινούπολη: Ulusal Yayınları, 1997, Yasar Sarıkaya, Medreseler ve modernleşme [Μεντρεσέδες και εκσυγχρονισμός], Κωνσταντινούπολη: İz Yayıncılık, 1997,  Cevat İzgi, Osmanlı medreselerinde ilim [Η επιστήμη στους οθωμανικούς μεντρεσέδες],Cilt 1-2, Κωνσταντινούπολη: İz Yayıncılık, 1997.   Akgündüz H., Klasik dönem Osmanlı medrese sistemi: amaç – yapı – işleyiş [Τοσύστηματωνοθωμανικώνμεντρεσέδωντηςκλασικήςπεριόδου: σκοποίκτίριαλειτουργία], Κωνσταντινούπολη: Ulusal Yayınları, 1997. Akyüz Y., Türk eğitim tarihi, başlangιçtan 1999’a (Ιστορία της τουρκικής εκπαίδευσης, από τις αρχές ως το 1999), Αlfa, Κωνσταντινούπολη, 1999. İzgi C., Osmanlı medreselerinde ilim [Η επιστήμη στους οθωμανικούς μεντρεσέδες],Cilt 1-2, Κωνσταντινούπολη: İz Yayıncılık, 1997. SarıkayaY., Medreselervemodernleşme [Μεντρεσέδες και εκσυγχρονισμός], Κωνσταντινούπολη: İzYayıncılık, 1997.




Πώς εμπνεύστηκε ο Σολωμός τους Ελεύθερους Πολιορκημένους



γράφει ο Γιάννης Παπακώστας,  καθηγητής της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Για τους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Διονυσίου Σολωμού έχουν γραφεί αρκετές μελέτες, οι περισσότερες από τις οποίες έχουν κυρίως ερμηνευτικό χαρακτήρα. Εκείνο όμως που δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς είναι η σχέση του Σολωμού με τις σύγχρονες γραπτές ιστορικές μαρτυρίες και ο τρόπος που ο ποιητής χρησιμοποιεί τις πηγές αυτές. Η ανάγκη της διερεύνησης μου δημιουργήθηκε εντονότερα πρόσφατα, όταν, επεξεργαζόμενος το Ημερολόγιον της Πολιορκίας του Μεσολογγίου 1825-1826, βρέθηκα μπροστά σε ένα πλήθος ευρήματα. Το Ημερολόγιον, που εκδόθηκε το 1926 από τον ΣΩΒ, με επιμέλεια Γεωργίου Δροσίνη, στηρίζεται κυρίως στα Ελληνικά Χρονικά, την εφημερίδα δηλαδή που έβγαζε στο Μεσολόγγι κατά τη διάρκεια της πολιορκίας ο ελβετός φιλέλληνας Ιωάννης-Ιάκωβος Μάγερ και εκδόθηκε με την ευκαιρία των εκατό χρόνων από τη Μεγάλη Εξοδο. Το φύλλο κυκλοφόρησε την 1η Ιανουαρίου 1824 και σταμάτησε στις 20 Φεβρουαρίου 1826 λόγω καταστροφής του τυπογραφείου από εχθρική βόμβα. Κυκλοφορούσε δύο φορές την εβδομάδα και σε ειδική στήλη με τον τίτλο «Τοπικαί ειδήσεις» δημοσιεύονταν πληροφορίες, στιγμιότυπα, περιγραφές και άλλες συναφείς ειδήσεις σχετικά με την πολιορκία. Μελετώντας λοιπόν τα Ελληνικά Χρονικά, είχα την αίσθηση ότι αρκετά περιστατικά, σκηνές και άλλα επεισόδια, και ιδίως το πνεύμα τους, μου ήσαν ήδη γνωστά από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Σολωμού ή τουλάχιστον βρέθηκα σε ένα οικείο κλίμα. Σκέφτηκα ότι τα κείμενα αυτά θα μπορούσαν να είχαν αποτελέσει μια πρώτη ύλη για τον Σολωμό, ένα πρώτο ερέθισμα για την αρχική ποιητική του ιδέα, την οποία εκείνος κατόπιν μετάπλασε δημιουργικά και της έδωσε τη μορφή που ήταν αντάξια της ποιητικής του ιδιοφυΐας. Τον προβληματισμό μου όμως αυτόν, ότι δηλαδή μία από τις γραπτές πηγές του Σολωμού θα μπορούσαν να είναι και τα Ελληνικά Χρονικά του Μάγερ, έπρεπε να τον στηρίξω σε κάποια βιβλιογραφικά δεδομένα, για τούτο και επιχείρησα σχετική έρευνα.
Αρχίζοντας από το πιο πρόσφατο έργο του Λίνου Πολίτη, την Αλληλογραφία Σολωμού, που ως γνωστόν κυκλοφόρησε το 1991 από τον «Ικαρο», ύστερα δηλαδή από τον θάνατό του, σε σχόλιο επιστολής του Σολωμού προς τον Γεώργιο δε Ρώσση τον Αύγουστο του 1824 ο Πολίτης σημειώνει και τα ακόλουθα: «Ο Σολωμός θα πληροφορήθηκε τα γεγονότα από κάποιαν από τις ελληνικές εφημερίδες (τον Φίλο του Νόμου ή τα Ελληνικά Χρονικά, που έβγαιναν τότε) και η είδηση (με το όνομα του Μαραθώνα) θα του προξένησε ιδιαίτερη αίσθηση» ενώ παράλληλα συνδέει το απόσπασμα της επιστολής και με το ακόλουθο απόσπασμα του Διαλόγου, ο οποίος, σημειωτέον, γράφτηκε την ίδια χρονιά (1824): «Και τώρα που ξαναγίνεται νίκη στον Μαραθώνα, δεν σώζεται φωνή ανθρώπου να ξανακάμει στη γλώσσα μας όρκον: Μα τες ψυχές που εχάθηκαν πολεμώντας».
Ο Στ. Αλεξίου, εξάλλου, στην πρόσφατη έκδοση του Σολωμού από τη «Στιγμή», αναφερόμενος στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, γράφει ότι «αυτό που κάνει εντύπωση είναι η πρωτοτυπία των ευρημάτων και συγχρόνως η στερεότυπη σχέση με την πραγματικότητα» και «η επαφή με την πραγματικότητα ελέγχεται από τα ιστορικά δεδομένα». Ο Αλεξίου θεωρεί επίσης ότι «οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι βασίζονται σε σειρά πληροφοριών για τα γεγονότα του Μεσολογγίου», επικαλούμενος για τούτο διάφορες ιστορικές πηγές, αλλά στα Ελληνικά Χρονικά δεν αναφέρεται.

Αφού λοιπόν από πουθενά, όσο μπόρεσα να ερευνήσω, δεν προέκυπτε κάτι σχετικό με τα ζητούμενά μου, θεώρησα ότι έπρεπε να συνεχίσω την έρευνα στα αυτόγραφα του Σολωμού ­ προσφορά πολύτιμη και τούτη του Λίνου Πολίτη ­ όπου με πολλή χαρά διαπίστωσα ότι ο Σολωμός εγνώριζε τα Χρονικά του Μάγερ αφού τα έχει καταγράψει ο ίδιος με το χέρι του. Υστερα από αυτό τι χρείαν έχομε μαρτύρων. Η εν λόγω εγγραφή του Σολωμού συνοδεύει σχόλιο της στροφής, αρ. 75, της ωδής «Εις το θάνατο του Λόρδου Μπάιρον» και είναι:
Οχι πλέον, όχι τα δυνατά
στοιχεία να μας θωρούν,
Και να οργίζονται και εκείνα
Και για μας να πολεμούν.
Αφορμή της στροφής, όπως είναι γνωστό, στάθηκε το περιστατικό σύμφωνα με το οποίο και τα φυσικά φαινόμενα συμπαραστέκονταν στους επαναστατημένους αφού ένα αστροπελέκι, Ιούνιο μήνα, έγινε τιμωρός των Τούρκων κάνοντας κάρβουνο τις πολεμικές εγκαταστάσεις τους.
Πατώντας λοιπόν σε πιο στέρεο έδαφος τώρα, προσπάθησα να επισημάνω κάποια χωρία από τα Ελληνικά Χρονικά τα οποία φαίνεται να είχαν αποτελέσει την πρώτη ύλη για τον Σολωμό.
Ιδού: «Αι γυναίκες ενδύοντο την ανδρικήν στολήν και πολλαί εξ αυτών εζώνοντο και την σπάθην διά να απατήσωσιν ευκολότερον τον εχθρόν και να μην πέσουν ζώσαι εις τας χείρας των βαρβάρων, αλλ’ ή να σωθούν με τους άνδρας των ή να φονευθούν εις την συμπλοκήν».
«Αξιον περιεργείας είναι να βλέπη τις και τας γυναίκας της πόλεώς μας αι οποίαι, χωρίς να ενοχλούνται ποσώς διά τας πράξεις του εχθρού, διάγουσι τόσον εις τας συναναστροφάς όσον και εις τας οικιακάς των ενασχολήσεις, με τον συνήθη των ευφρόσυνον τρόπον.
Περιεργότατον είναι προσέτι να θεωρή τις και τους παίδας, οίτινες κατασκεύασαν τώρα μικρά κανόνια και βόμβας από μόλυβδον και από μόνην την έμφυτον ροπήν κινούμενοι παρατάττονται εις τας αγοράς και κάμνουσιν όλα τα κινήματα προς άμυναν και φύλαξιν».
Τα δύο αυτά αποσπάσματα αναπόφευκτα φέρνουν στη μνήμη μας τους στίχους του Σολωμού:
Και βλέπω πέρα τα παιδιά και τες ανδρογυναίκες
ή
Δεν τους βαραίν’ ο πόλεμος, αλλ’ έγινε πνοή τους
… εμπόδισμα δεν είναι
Στες κορασιές να τραγουδούν και στα παιδιά να παίζουν
ή
κι’ η κόρες γύρου τραγουδούν και τα παιδάκια παίζουν.
(Οι στίχοι ανήκουν στο απόσπασμα 3 του Γ’ Σχεδιάσματος).
Σε εγγραφή εξάλλου των Ελληνικών Χρονικών της 25ης Ιουνίου 1825 διαβάζομε:
«Το εσπέρας εβασίλευεν άκρα σιωπή», μια έκφραση που θα τη βρούμε και στην εγγραφή της 24ης Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους: «Δι’ όλης της ημέρας εβασίλευεν άκρα ησυχία».
Και οι δύο εγγραφές αναπόφευκτα ανακαλούν στη μνήμη μας τον γνωστότατο πρώτο στίχο του Β’ Σχεδιάσματος:
Ακρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει.
Αλλά εκείνο που σταματά τον αναγνώστη είναι κυρίως τα κοινά θέματα και τα μοτίβα που κυριαρχούν και στα δύο έργα και επίσης η αναγωγή από το μερικό στο γενικό και από το υλικό στο πνευματικό. Το φαινόμενο των αλαλαγμών και θορύβων, π.χ., από την πλευρά των Τούρκων, όπως αποδίδεται από τον Σολωμό στο τρίτο απόσπασμα του Β’ Σχεδιάσματος:
… Τρανή λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά το κάστρο,
περιγράφεται με ανάλογο περίπου τρόπο και από τον Μάγερ (εγγραφή της 24ης Σεπτεμβρίου 1825):
«Δι’ όλης της ημέρας εβασίλευεν άκρα ησυχία. Την δε νύκτα έκαμαν οι Τούρκοι τους συνήθεις ντουάδες των και έπειτα εκραύγαζον και αλάλαζον μέχρι μεσονυκτίου, θέλοντες διά τούτου να δείξουν ότι ευρίσκονται εις εγρήγορσιν»
ή:
«Η μουσική και τα τύμπανα αντήχουν εις τα ώτα μας» (εγγραφή της 13ης Δεκεμβρίου 1825).
Ο συνηθέστερον επαναλαμβανόμενος στα Αυτόγραφα του Σολωμού στίχος είναι:
Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, σπαθί Τουρκιάς μολύβι
Ο Μάγερ δεν μπόρεσε να κατανοήσει πώς οι Γάλλοι συνέπραξαν με τους Τούρκους αφού ο μηχανικός Σεβ και άλλοι γάλλοι τεχνικοί τούς παρείχαν τεχνολογική υποστήριξη. Για τούτο και όταν αναφέρεται σε αυτούς χρησιμοποιεί συνήθως την ονομασία Γαλλο-Αραβες ή Γαλλο-Αφρικανοί κλπ.
Με την ελπίδα ότι κάποτε θα μπορέσω να ξαναγυρίσω διεξοδικότερα στα Χρονικά του Μάγερ, τα οποία, όπως είπα, θεωρώ μία από τις πηγές του Σολωμού για την πρώτη ύλη των Ελεύθερων Πολιορκημένων, προς το παρόν περιορίζομαι στο πρώτο αυτό δημοσίευμα. * Ειδικό αφιέρωμα στις σολωμικές εκδόσεις στο ένθετο «Βιβλία».

Δεν υπάρχουν σχόλια: